ΜΕΛΕΤΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ
«ΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ ΤΗΣ ΓΗΣ»

Στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας αποφασίσαμε, κατά τη διάρκεια του δευτέρου τετραμήνου, να διαβάσουμε και να μελετήσουμε ένα ολόκληρο βιβλίο μέσα στην τάξη. Επιλέξαμε το βιβλίο «Το χοροστάσι της γης» της κας Δήμητρας Μήττα και πραγματικά όλη η διαδικασία ήταν μια πολύτιμη εμπειρία για τους μαθητές/μαθήτριές μας. Βασικό κριτήριο της επιλογής του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν η διανοητική και συναισθηματική ενεργοποίηση των παιδιών, η ενεργητική ανάγνωση και απόλαυση ενός βιβλίου που τους αφορά, ενός βιβλίου που παρουσιάζει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο τα προβλήματα της εφηβείας στη σύγχρονη ζωή. Επίσης, το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιάζει ενδιαφέρον για παιδιά του Γυμνασίου, τα οποία εισέρχονται στην εφηβεία, που χαρακτηρίζεται από ενδοσκόπηση, κριτική σκέψη, αμφισβήτηση, αναζήτηση ταυτότητας και σχεδίου ζωής και ενισχύει τον κοινωνικό προβληματισμό και την αυτοσυνειδησία τους. Οι μαθητές/μαθήτριές μας των τμημάτων Α3, Α4, Γ1 και Γ2 πραγματοποίησαν σχετικές με το βιβλίο εργασίες, «ανθολογήματα» από τις οποίες ακολουθούν.

Σημαντική εμπειρία για τα παιδιά ήταν η γνωριμία τους με τη συγγραφέα του βιβλίου, την κα Δήμητρα Μήττα, η οποία τους ενέπνευσε με το πάθος της, τη ζωντάνια και τη δημιουργικότητά της και η οποία απάντησε με πολλή αγάπη και ζήλο στα ερωτήματα που της έθεσαν οι μαθητές μας. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε την κα Μήττα από καρδιάς για αυτό το διαφορετικό και πλούσιο σε συναισθήματα και εμπειρίες μάθημα που πρόσφερε στους μαθητές μας. Ας απολαύσουμε τη συνέντευξη μαζί της.

  1. Πώς εμπνευστήκατε να γράψετε το βιβλίο σας και σε ποια ηλικία;

Η πρώτη σπίθα άναψε, όταν για πρώτη φορά περπάτησα σε καμένα χώματα. Η επόμενη ήρθε αρκετά χρόνια μετά, από τη συσσωρευμένη εμπειρία μου στα σχολεία και τις δραματικές σχολές, όπου εργαζόμουν, δηλαδή, από την επαφή μου με νέους ανθρώπους. Η τρίτη από την αρχαία τραγωδία και τα έργα του άγγλου δραματουργού Σαίξπηρ, πολλά από τα οποία στρέφονται γύρω από την κρίση της οικογένειας και την επιθετικότητα των μελών μεταξύ τους. Κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ για τις εντάσεις στην οικογένεια, που είναι ,τις περισσότερες φορές, δεδομένο ότι υπάρχει, η οποία όμως δεν εκδηλώνεται πάντα με τρόπο φανερό ή εκδηλώνεται με τρόπο εγωιστικό ή στρεβλό από άγνοια, όχι από κακή πρόθεση. Η τέταρτη ήταν η στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση και η κλιματική αλλαγή. Όπως καταλαβαίνετε, υπήρξε μια μακρά περίοδος ωριμότητας, μέχρι όλα αυτά να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να συντεθούν και να εκφραστούν.

  1. Πόσο χρόνο χρειαστήκατε για τη συγγραφή του βιβλίου σας;

Δυστυχώς, γράφω με… διακοπές. Όταν άρχισα να το γράφω, ήμουν ακόμη στην εκπαίδευση, στο Καλλιτεχνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, δίδασκα και σε ιδιωτική δραματική σχολή, παράλληλα έτρεχαν και άλλα γραψίματα. Οπότε… Συνολικά, δεν ξέρω να πω. Εκείνο όμως, που με στενοχώρησε είναι ότι, για λόγους ανεξάρτητους από εμένα, άργησε να εκδοθεί. Ένιωθα όλους τους ήρωες να ασφυκτιούν μέσα στο συρτάρι. Προφανώς, ήμουν εγώ που ασφυκτιούσα, που ήθελα να τους δω όλους τους να «περπατάνε» στον δρόμο, να βγουν από τον ασφυκτικό χώρο του σπιτιού τους, να χαιρετούν τους διαβάτες, να γνωρίζουν κόσμο.

  1. Είναι βιωματικό το βιβλίο; Έχετε γνωρίσει τέτοιους γονείς σαν την κυρία Νίτσα ή μαθητές σαν τον Λουκά;

Βιωματικό ναι, όχι όμως βιογραφικό ή αυτοβιογραφικό. Όλα τα πρόσωπα είναι κάτι σαν Φραγκεστάιν. Εννοώ ότι μπορεί να πήρα ένα μάτι από κάποιον, μια σκέψη από έναν δεύτερο, μια συνήθεια από έναν τρίτο, το παπούτσι από έναν τέταρτο… και πάει λέγοντας. Ποτέ όμως τίποτε ολόκληρο. Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα με δέσμευε. Εννοώ ότι δεν με ενδιαφέρει να μεταφέρω στο χαρτί την πραγματικότητα, όπως τη ζω. Χρειάζομαι μόνο ένα κάτι από αυτήν που θα μου κινήσει το ενδιαφέρον αλλά μετά έχω ανάγκη τη φαντασία, για να μπορώ να δημιουργώ ελεύθερα, αλλιώτικα από αυτό που ζω και γνωρίζω, να μπορώ να κάνω το απίθανο πιθανό.

  1. Ήταν εύκολη ή δύσκολη η διαδικασία συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου; Αν δυσκολευτήκατε, σε ποια σημεία δυσκολευτήκατε περισσότερο και γιατί;

Δυσκολεύτηκα με τα προβλήματα που φόρτωνα στα πρόσωπα. Δυσκολεύτηκα μπαίνοντας στα «παπούτσια» του καθενός –ακόμη και της αντιπαθητικής κυρίας Νίτσας–, ζωντάνεψαν τα πρόσωπα και ήταν σαν να άκουγα την ιστορία τους και τις ψυχές του. Δυσκολεύτηκα πολύ στον τρόπο που εξηγούσε ο παππούς τους μύθους στα παιδιά. Και τούτο γιατί η επιστημονική μου ενασχόληση αφορά τη μυθολογία και την τελετουργία. Έπρεπε, λοιπόν, να είμαι πολύ προσεκτική, οι εξηγήσεις αυτές να δοθούν με τρόπο λογοτεχνικό και όχι επιστημονικό. Και κάτι ακόμη: το κομμάτι των καταστροφών από την πυρκαγιά, το έγραψα στη βεράντα ενός σπιτιού στην Ικαρία βλέποντας το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου!

  1. Είχατε σκεφτεί διαφορετική εξέλιξη για τον κεντρικό ήρωα τον Λουκά; Αλλάξατε την εξέλιξη της πλοκής κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου σε σχέση με την αρχική σας σκέψη;

Ούτε άλλαξα, ούτε σκέφτηκα. Εννοώ ότι είχα κατά νου τους κεντρικούς ήρωες και το πλαίσιο αλλά το τι θα γινόταν από σελίδα σε σελίδα δεν το γνώριζα. Το καθετί φτιαχνόταν από ό,τι είχε προηγηθεί.

  1. Γιατί επιλέξατε ως κεντρικό ήρωα, τον Λουκά, ένα καλό παιδί και όχι τον Θοδωρή, ένα πιο ατίθασο και παραβατικό παιδί;

Καλό παιδί; Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δεν τον είχα σκεφτεί έτσι. Περισσότερο είδα ένα νέο παιδί που η ψυχή του ήθελε ωραία πράγματα, ας πούμε να μάθει βιολί, αλλά εύρισκε συνέχεια εμπόδια τη λογική σκέψη των γονιών του· που η ψυχή του υπέφερε από το ψέμα και την υποκρισία, από τις αντιφάσεις, τη μοναξιά. Μου κίνησε το ενδιαφέρον η εσωτερική πάλη του Λουκά, που εκδηλωνόταν με απάθεια για ό,τι γινόταν γύρω του, όπως και το γεγονός ότι οι γονείς του έβλεπαν μόνο αυτό που φαινόταν ,η απάθεια για παράδειγμα, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν για το τι μπορεί να συμβαίνει βαθύτερα. Ο Θοδωρής υπήρξε θύμα των δικών του επιλογών, γιατί ήθελα να δείξω πώς μπορεί να «εξελιχθεί» κανείς, όταν μένει δεμένος στο άρμα των τραυμάτων που βίωσε, της αγάπης που δεν βίωσε, της αποδοχής που δεν είχε, που μένει εγκλωβισμένος και πνίγεται μέσα στη λίμνη των δακρύων που δεν έχυσε, που παραμένει ένα παιδί που απλώς κάνει φασαρία για να το προσέξουν. Ήθελα στον αντίποδα κάποιον που να πορευτεί στη ζωή του ξέροντας τα τραύματά του, τα αποδέχεται, τα βλέπει, που ακόμη κι αν δεν μπορέσει να ξεπεράσει την οδύνη, αυτά τα ίδια τραύματα γίνονται οδηγός για το πώς να συμπεριφέρεται ή να μην συμπεριφέρεται στους δικούς του αγαπημένους. Ήθελα να δείξω την ευθύνη του καθενός μας για την πορεία που παίρνει στη ζωή.

  1. Το τέλος μας φάνηκε εξιδανικευμένο. Πώς μπόρεσε ο Λουκάς να ξεπεράσει τόσα ψυχολογικά τραύματα και να εξελιχθεί σε τόσο στέρεη και θετική προσωπικότητα; Είναι αρκετή η θετική επίδραση του παππού για να αντισταθμίσει μια τόσο τραυματική σχέση, όπως αυτή του Λουκά με τη μητέρα του;

Δεν ξέρω αν τα ξεπέρασε ποτέ εξ ολοκλήρου –είδατε πως η αντίληψη που σχημάτισε για τη μητέρα του επηρέασε και τον τρόπο που έβλεπε τη γυναίκα του ως μητέρα των παιδιών τους. Ωστόσο, επιχείρησα να σκιαγραφήσω έναν ήρωα που αγωνίζεται διαρκώς να γνωρίζει τον εαυτό του, να αναγνωρίζει αστοχίες και πλάνες και να τα αντέχει χωρίς να βρίσκει δικαιολογίες –το γνώθι σαυτόν των αρχαίων. Δεν είναι εύκολο αυτό αλλά, τελικά, υπάρχει άλλος δρόμος για τον άνθρωπο; Αλλιώς, ο καθένας από εμάς θα επαναλαμβάνει στους άλλους, σε αυτούς που λέει ότι αγαπά, ό,τι τον πόνεσε. Συχνά λέμε τη φράση «δεν θέλω να κάνω αυτό που μου κάναν», αλλά ο άνθρωπος είναι πλάσμα μιμητικό, μιμείται αυτό που έμαθε και επαναλαμβάνει. Χρειάζεται ένα κλικ στο μυαλό και την ψυχή, για να πάψει να το κάνει. Δεν είναι εύκολο. Ο Λουκάς ελέγχει διαρκώς τον εαυτό του, όχι με κακία, όχι επικριτικά, όχι κουνώντας το δάχτυλο, αλλά δείχνοντας στον εαυτό του τη φροντίδα που δεν πήρε από εκείνους που έπρεπε να την είχαν δώσει. Θέλησα να κάνω τον Λουκά έναν αγωνιστή που παλεύει διαρκώς με αμφιβολίες και ανασφάλειες. Αυτή ήταν η πρόθεση. Το αν το πέτυχα είναι αυτό που μετράει.

  1. Θα σας ενδιέφερε ένα βιβλίο με κεντρικό ήρωα ένα παιδί σαν τον Θοδωρή και πώς θα αφηγούσασταν τη δική του οπτική γωνία;

Ο λόγος που δεν μου κινούν το ενδιαφέρον ήρωες όπως ο Θοδωρής είναι γιατί θα μας μιλήσει για το προσωπικό του τραύμα, θα λυπηθούμε, θα κατανοήσουμε, θα αγκαλιάσουμε, θα φοβηθούμε γι’ αυτόν, ωστόσο μέχρι πότε θα ακούμε τον θρήνο και τις δικαιολογίες για τη ζωή του; Αυτό που μου λείπει σε τύπους σαν τον Θοδωρή είναι οι υπερβάσεις που προϋποθέτουν αγώνα, προσπάθεια, ήττες και αποτυχίες αλλά και, μικρά έστω, βαδίσματα. Δεν ξέρω αν ποτέ ο Θοδωρής θα μπορέσει βγει έξω από τον εαυτό του, να απλώσει το χέρι και να προσφέρει βοήθεια σε κάποιον τρίτο.

  1. Ταυτίζονται οι ήρωές σας με δικά σας αγαπημένα πρόσωπα;

Με δικά μου αγαπημένα πρόσωπα, όχι. Με πρόσωπα που γνώρισα γενικά στη ζωή μου, ναι. Ωστόσο, πέρα από τα πρόσωπα είναι τα διάφορα ζητήματα και ερωτήματα που εμένα προσωπικά με ταράζουν. Όπως, για παράδειγμα, πώς είναι να μεγαλώνει κανείς σε μια οικογένεια που δεν εκφράζει συναισθήματα· που τα μέλη της, πρωτίστως βεβαίως οι μεγάλοι, δεν ξέρουν πώς και τι να συζητούν πέρα από τα κοινά και τετριμμένα· που τα παιδιά μετεωρίζονται ανάμεσα στις τυπικές διδαχές που ακούν από αγαπημένους ενηλίκους, οι οποίοι, ωστόσο, δεν τηρούν όσα οι ίδιοι απαιτούν από τα παιδιά τους· που ο ένας δεν ακούει τον άλλον, δεν τον αφουγκράζεται· που η αγάπη εκδηλώνεται με έναν τρόπο περισσότερο υλικό παρά ψυχικό και πνευματικό. Πώς είναι να μεγαλώνει κανείς σε ένα αντιφατικό περιβάλλον; Πώς είναι να μεγαλώνει χωρίς τα στηρίγματα που η ψυχή έχει ανάγκη; Από πού προκύπτει η βία που εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα σε νεαρές ηλικίες; Φυσικά, καταλαβαίνετε πως αυτές οι αναρωτήσεις δεν είναι άσχετες με το επάγγελμα-λειτούργημα της φιλολόγου που άσκησα για πολλά χρόνια στο δημόσιο σχολείο.

  1. Πώς νιώθετε όταν αποχαιρετάτε τους ήρωές σας και πότε συμβαίνει αυτό; Όταν γράφετε την τελευταία σελίδα ή όταν εκδίδεται το βιβλίο σας;

Άλλες φορές τους αποχαιρετώ εύκολα και με ανακούφιση. Είναι τότε που βάζοντας την τελική τελεία, αυτή που ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά ότι είναι η τελευταία, ότι το κείμενο τελείωσε, ολοκληρώθηκε, είναι τότε λοιπόν που αισθάνομαι την ανάγκη να πετάξω ένα μολύβι στον αέρα και να σηκωθώ πανάλαφρη από το γραφείο μου, να πάω στην κουζίνα και να φτιάξω κάτι με τα χέρια μου, ένα κέικ για παράδειγμα. Είναι όμως και κάποιες φορές, λίγες αυτές, που δυσκολεύομαι πολύ να αποχαιρετήσω τους ήρωές μου, είναι σαν να τους εγκαταλείπω. Δύο φορές μου συνέβη αυτό: μία με την κυρία Ζωή, ένα διήγημα με κεντρική ηρωίδα μια ηλικιωμένη γυναίκα, και μία με τον Λουκά από το Χοροστάσι της γης. Όταν έγραφα το τελευταίο κεφάλαιο, το κεφάλαιο του αποχαιρετισμού, ήταν πολύ έντονη η συγκίνηση που με κατέκλυσε. Και σκεφτόμουν ότι ακριβώς αυτό οφείλει να κάνει ένας γονιός: να σπρώξει το παιδί του να φύγει, να το ελευθερώσει για να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, να το βοηθήσει να κάνει το βήμα του χωρισμού χωρίς να του προκαλεί ενοχές και ανησυχίες. Πάντως, ο αποχαιρετισμός γίνεται στην τελευταία σελίδα. Όταν πια το βιβλίο έχει εκδοθεί και με ρωτούν γι’ αυτό, χρειάζεται να συγκεντρωθώ πολύ για να θυμηθώ τι ακριβώς έγραφα. Γιατί, τελειώνοντας ένα κείμενο, τελειώνει και η λειτουργία του για μένα. Παραμένει βέβαια στον χώρο του ασυνείδητου.

  1. Πώς αισθανθήκατε που μαθητές σας έκαναν τα σκίτσα για το βιβλίο σας; Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και ποια συναισθήματα σας δημιούργησε;

Ήταν δική μου πρόταση προς τη Δανάη Θεοδώρογλου και τη Μαρία Γκίνη, μαθήτριές μας στο Καλλιτεχνικό Σχολείο και τώρα φοιτήτριες στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έστειλα το βιβλίο να το διαβάσουν, εννοώ το δακτυλόγραφο στον υπολογιστή, και ζήτησα να κάνουν όσες εικόνες ήθελαν από όποιο μέρος του βιβλίου τις άγγιζε περισσότερο, με την προϋπόθεση ότι το κείμενο θα τους άρεσε. Δεν ήθελα να κάνουν κάτι από υποχρέωση. Και είχα μεγάλη αγωνία για την απάντησή τους. Ενθουσιάστηκα με τη θετική τους απάντηση. Διαφορετικές προσωπικότητες η Δανάη και η Μαρία έφτιαξαν τις εικόνες τους με τελείως διαφορετική τεχνοτροπία η καθεμιά. Η Μαρία έκανε μία μόνο εικόνα από ένα σημείο του βιβλίου που θεωρώ δύσκολο και δεν περίμενα ότι θα ασχολούνταν με αυτό. Είναι το όνειρο του Λουκά, όπου βλέπει τον εαυτό του να γίνεται δέντρο, να βγάζει κλαδιά και να πονάει. Η Μαρία το προέκτεινε, καθώς έβαλε το «πλάσμα» να είναι σχεδόν σαν έμβρυο που σχηματίζεται.

  1. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε λογοτεχνικά βιβλία;

Χμμμ, δεν ανήκω στους συγγραφείς που γεννιούνται με ένα μολύβι στα χέρια. Δεν υπήρξε καμία σπίθα αλλά σταθμοί. Πρώτη κρίσιμη στιγμή οι σεισμοί του 1978 στη Θεσσαλονίκη. Η έκπληξη, το σοκ, από αυτό που είχε γίνει στην πόλη, οι εικόνες ασφυξίας στους δρόμους εκείνο στο βράδυ από το πλήθος των ιδιωτικών αυτοκινήτων που αναζητούσαν διεξόδους έξω από την πόλη και που δεν έδιναν διέξοδο σε όσα οχήματα έπρεπε να κινηθούν, για να παρέμβουν και να βοηθήσουν (ασθενοφόρα, πυροσβεστικά, περιπολικά…), η αίσθηση μιας στάσης αναγκαστικής και μιας στασιμότητας βρήκαν διέξοδο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, της γενέθλιας πόλης, όπου είχαμε καταφύγει, μέχρι να επανέλθει μια κάποια ομαλότητα στην πόλη και οι υπεύθυνοι μηχανικοί να αποφασίσουν αν η οικοδομή, όπου ήταν το σπίτι μας, ήταν κατοικήσιμη. Τότε ήταν που ανακάλυψα τη σύγχρονη (για εκείνη την εποχή) ελληνική πεζογραφία, ενώ η επαφή μου με το θέατρο και την ποίηση ήλθε πολλά χρόνια αργότερα. Για την ποίηση, μάλιστα, είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι ήταν ανώτερα μαθηματικά που απαιτούσαν λύσεις, για τις οποίες το μυαλό μου ήταν απόλυτα ανεπαρκές. Μετασεισμικές, λοιπόν, οι λογοτεχνικές δονήσεις αλλά και πάλι το χέρι δεν άγγιζε μολύβι. Γιατί κάθε φορά που πήγαινε να γράψει κάτι, όλο και βρισκόταν κάποιος λογοτέχνης που είχε περιγράψει με ακρίβεια και αλήθεια όσα εγώ σκεφτόμουν και ένιωθα. Να λοιπόν το αίσθημα της ανεπάρκειας αλλά και της απαγόρευσης στον εαυτό μου να γράψει, με μια διάθεση επικριτική («δες τι ωραία που γράφουν άλλοι, εσύ τις θέλεις;»), η οποία λειτουργούσε σαν ένας πολύ αυστηρός κριτής που μου ψαλίδιζε κάθε τι το δημιουργικό.

Δεύτερος σταθμός η γέννηση της κόρης μου το 1982, τα παραμύθια που της διάβαζα και τα παραμύθια που τελικά έφτιαξα από πυρήνες αστείων σκέψεων και τα οποία κάποια στιγμή μπήκαν στο χαρτί.

Τρίτος σταθμός η Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου βρέθηκα πολύ νέα, και τρομαγμένη, πριν καν τελειώσω το πανεπιστήμιο. Εκεί γνώρισα εικαστικούς, φωτογράφους, δημοσιογράφους, λογοτέχνες, ανάμεσά τους και τον Περικλή Σφυρίδη, στον οποίο απευθύνθηκα πρωτίστως και του εμπιστεύτηκα τα παραμύθια με όλο το άγχος που έφερνε μια πιθανή αρνητική κριτική και απόρριψη. Ωστόσο, η στάση του Περικλή Σφυρίδη με όπλισε με το αναγκαίο θάρρος για να του δώσω ένα διήγημα, το πρώτο μου, το οποίο δεν γινόταν να μην το γράψω. Ήταν μια επιβολή στην οποία ήταν αδύνατο να αντισταθώ. Όχι σπίθα λοιπόν αλλά εσωτερική πίεση. Ο Σφυρίδης αποδέχτηκε το διήγημα και το συμπεριέλαβε στο πέμπτο τεύχος του ετήσιου λογοτεχνικού περιοδικού Παραφυάδα (έτος 1985). Οφειλόμενα όλα αυτά στον Περικλή Σφυρίδη και στον μόχθο του. Όπως και την «πίεση» να συνεχίσω να γράφω και να δίνω κείμενα όχι μόνο για την Παραφυάδα αλλά και για το λογοτεχνικό περιοδικό Το Τραμ. Εσωτερικές πιέσεις, λοιπόν, και εξωτερικές άρχισαν να απελευθερώνουν σταδιακά την ανάγκη για γραφή.

  1. Ήταν εύκολη η μετάβαση από τη συγγραφή επιστημονικών βιβλίων στη συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων;

Ξεκίνησα με τα επιστημονικά βιβλία. Ωστόσο, η πορεία μου, που διαγραφόταν αργά, που αργά και πολύ διστακτικά εύρισκα τι πραγματικά με ενδιέφερε, τι κινητοποιούσε το μυαλό και την καρδιά μου, έφερε τα δυο το ένα κοντά στο άλλον. Από ένα σημείο και μετά θα μιλούσα για συμπόρευση, για βίους παράλληλους. Έπειτα, η σταδιακή μετάβαση από τη φιλοσοφία προς τη μυθολογία και την τελετουργία με έφεραν πιο κοντά στην τραγωδία και το θέατρο. Επιπλέον, η μελέτη των μύθων με βοήθησε να γνωρίσω τον άνθρωπο σε ακραίες στιγμές, όπου μπορεί να ξεδιπλώνει το χειρότερο και το καλύτερο, με βοήθησε να εννοήσω πόσο και πώς τον επηρεάζει το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, πόσο τυχαίοι παράγοντες καθορίζουν τη ζωή του. Όσο για την τελετουργία και αυτή με βοήθησε να κατανοήσω πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τελετές που φέρνουν τον έναν κοντά στον άλλον, που ανανεώνουν τους δεσμούς, τους κοινωνικούς και με τη φύση, που δίνουν χρόνο στον άνθρωπο να βρεθεί με τον εαυτό του σε σιωπή και συγκέντρωση. Όλη αυτή η γνώση με έκανε να παρατηρώ τον άνθρωπο γύρω μου με μια πιο διευρυμένη ματιά. Και αυτό επηρέασε τη λογοτεχνική γραφή μου.

  1. Ποιο βιβλίο σας είχε τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία και γιατί;

Δεν το έψαξα ποτέ. Εκείνο που μπορώ να σας πω είναι ποιο βιβλίο εμένα με ικανοποιεί λιγότερο, όχι όμως και περισσότερο.

  1. Σας έχει επηρεάσει η δικιά σας παιδική και εφηβική ηλικία στη διαμόρφωση των ηρώων σας;

Στο συγκεκριμένο βιβλίο περισσότερο με επηρέασαν τα πολλά χρόνια στην εκπαίδευση ως καθηγήτρια φιλόλογος αλλά και μια φράση που συχνά ακούμε από μεγάλους για το πόσο θα ήθελαν να ξαναγυρίσουν στα μαθητικά χρόνια. Έχω την εντύπωση πως είναι μια εξιδανικευμένη επιθυμία που προκύπτει από τις πολλές ευθύνες που έχει ο ενήλικος αλλά και από την αίσθηση της φθοράς που φέρνει ο χρόνος. Γιατί τα μαθητικά χρόνια, η εφηβική ηλικία, είναι μια περίοδος αναταραχών, καθώς το παιδί, ο έφηβος αναζητά τη δική του προσωπική ταυτότητα, έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον και τον εαυτό του, δοκιμάζει και δοκιμάζεται, αναστατώνεται από ερωτήματα που προκύπτουν συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως για τη φιλία, τον έρωτα, την απώλεια, την αγάπη, τις σχέσεις, την υποκρισία… Τα συναισθήματα είναι έντονα, οι θυμοί εκρηκτικοί, το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον αντιφατικό, πιεστικό, οι γονείς ενίοτε σε σύγχυση. Αυτή την ηλικία θέλησα να δω και να «τσαλαβουτήσω» σε νερά που μου ήταν άγνωστα. Γιατί το οικογενειακό περιβάλλον ήταν περισσότερο γυναικοκρατούμενο, δεν είχα αδέλφια αγόρια και δεν γνώρισα παππού. Επομένως, οι βασικοί ήρωες ήταν πλάσματα της φαντασίας και της επιθυμίας με ψήγματα πραγματικότητας από εδώ και από εκεί. Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα.

  1. Η επικαιρότητα σας επηρεάζει για να γράψετε ένα βιβλίο;

Για το συγκεκριμένο βιβλίο η πραγματικότητα που με επηρέασε ήταν οι φωτιές, όχι μια συγκεκριμένη φωτιά αλλά διάφορες. Το θέαμα που έβλεπα μετά, το μαύρο στη θέση των χρωμάτων που υπάρχουν στη φύση, τα κλαδιά επάνω στους καμένους κορμούς των δέντρων, φαντάσματα ζωντανών υπάρξεων, τα κατεστραμμένα σπίτια, κινητοποίησε την ιστορία μέσα μου. Έπειτα, ήταν και η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τη φύση, το πώς φέρεται σε αυτήν που τον τροφοδοτεί, η αποξένωσή του από τη φύση, οι καταστροφές που επιφέρει από ένα κακώς εννοούμενο συμφέρον, αλλά και η βεβαιότητα ότι είναι η φύση που θυμίζει συνεχώς στον άνθρωπο ποιος είναι, του θυμίζει το μέτρο, τη μικρότητα αλλά και τη σημαντικότητά του, τη δική του και όλων των πλασμάτων στη γη.

Ναι, λοιπόν, η επικαιρότητα επηρεάζει την έμπνευση, όχι τόσο σαν συγκεκριμένα επεισόδια αλλά σαν προβληματισμοί. Ας πούμε η περιπέτεια που περάσαμε με τον covid δεν θα μπορούσε να με αφήσει ανεπηρέαστη, πόσο μάλλον που στην αρχή αυτής της ιστορίας ασθένησα και εγώ, και μάλιστα δύσκολα. Τότε ήταν που βρέθηκαν φίλοι να αφήνουν τρόφιμα και φάρμακα έξω από την πόρτα, καθώς απαγορευόταν οποιαδήποτε επαφή, φίλοι που έρχονταν κάτω από το σπίτι (ζω σε μονοκατοικία) και μου ζητούσαν να βγω στο παράθυρο για να τους δω και να με δουν, μια δύσκολη κατάσταση σωματικά και ψυχικά. Αυτοί οι φίλοι δεν βρήκαν θέση σε κανένα διήγημα. Ωστόσο, πυροδότησαν τη φαντασία μου για το τι συνέβαινε με ανθρώπους που δεν είχαν κανέναν, για γονείς που τα παιδιά τους ήταν μακριά, για ηλικιωμένους που… ποιος τους φρόντιζε;, για κάποιους που μπορεί να εκμεταλλεύονταν τις καταστάσεις, για άλλους που μπορεί επίτηδες να άφηναν αφρόντιστους τους δικούς τους ανθρώπους, για την αγωνία αυτών που ένιωθαν πως δεν επαρκούν οι δυνάμεις τους να βοηθήσουν άλλους. Να λοιπόν πώς η επικαιρότητα πυροδοτεί τη δική μου φαντασία…

  1. Υπήρχε αποδοχή από το περιβάλλον σας, όταν αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;

Όχι ιδιαίτερη. Ο πατέρας μου, μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, αυτός κιόλας που μου αφηγούνταν λογοτεχνικές ιστορίες όταν ήμουν μικρή, μάλλον έβλεπε αρνητικά την ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία, όχι με τη φιλοσοφία. Ίσως γιατί πίστευε ότι ένας λογοτέχνης εκτίθεται, εκθέτει τον εαυτό του. Μπορεί και να ήθελε να με προστατεύσει, όπως εκείνος νοούσε την προστασία. Σκληρή η φράση του, όταν διάβασε τυπωμένο σε λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο μου διήγημα, «να μην ξαναγράψεις», μπορεί να με μούδιασε αλλά δεν στάθηκε ικανή να με σταματήσει. Η μπάλα της επιθυμίας για γραφή είχε αρχίσει να κυλά και δεν γινόταν να σταματήσει. Και για να είμαι δίκαιη, όταν είδε την πορεία μου, άρχισε να συγκεντρώνει ό,τι υλικό γραφόταν για μένα. Το υλικό αυτό το βρήκα μέσα σε έναν μεγάλο φάκελο μετά τον θάνατό του.

  1. Σας άρεσε το μάθημα της Λογοτεχνίας, όταν ήσασταν μαθήτρια;

Μπα. Περισσότερο αγωνία είχα για να καταλάβω «τι θέλει να πει ο ποιητής», πώς να ξεχωρίσω τη μεταφορά από την παρομοίωση, χωρίς να καταλαβαίνω ποια είναι η λειτουργία τους για να γίνει ένα κείμενο λογοτεχνικό. Αγωνία είχα για το τι πρέπει να γράψω στις εξετάσεις και στα διαγωνίσματα. Έχασα την απόλαυση της ανάγνωσης και κάποιες φορές τα κείμενα, ειδικά τα ποιητικά, μου φαίνονταν σαν ανώτερα μαθηματικά που μόνο εκλεκτά πνεύματα μπορούσαν να κατανοήσουν. Κι εγώ δεν ήμουν ένα τέτοιο. Οπότε…

  1. Ποια είναι τα βασικά σας κίνητρα για τη συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων;

Ότι αν δεν γράψω αυτό που ανεξήγητα μπήκε στο μυαλό μου, αν δεν δώσω μορφή σε ό,τι ακαθόριστο αρχίζει και αχνοφαίνεται, θα σκάσω. Σας έχει συμβεί εσάς να θέλετε να πείτε κάτι αλλά για κάποιο λόγο δεν το λέτε; Δεν έχετε την αίσθηση ότι θα σκάσετε; Ε, αυτό συμβαίνει και με τη γραφή τη λογοτεχνική.

  1. Μπορεί να ζήσει ένας συγγραφέας από το επάγγελμά του;

Η συγγραφή δεν είναι επάγγελμα, τουλάχιστον στον τόπο μας. Και δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να ζήσει από τα συγγραφικά δικαιώματα, δηλαδή από την πώληση των βιβλίων του. Πάντως, εγώ σίγουρα όχι.

  1. Ένας συγγραφέας τελικά γεννιέται ή γίνεται;

Θα μιλήσω γενικότερα για την τέχνη. Υπάρχουν παιδιά θαύματα, για παράδειγμα στη μουσική. Κάποια από αυτά συνεχίζουν την πορεία τους, άλλα χάνονται. Γιατί; Ακόμη κι αν υπάρχει αυτό που λέμε ταλέντο ή κλίση, ακόμη κι αν υπάρχει η ενθάρρυνση και η βοήθεια από το οικογενειακό περιβάλλον, αν δεν υπάρξει σκληρή δουλειά που να καλλιεργεί τη δωρεά της φύσης και το υποστηρικτικό περιβάλλον, το ταλέντο θα παραμείνει απλώς ταλέντο. Πίσω από κάθε δημιούργημα υπάρχει μόχθος, μεράκι, κόπος, ενθουσιασμός, απογοήτευση, πεσίματα, ξανασηκώματα.

Κλείνοντας να σας ευχαριστήσω πολύ για την υποδοχή σας στο σχολείο σας, για τις κουβέντες που ανταλλάξαμε, για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας, αρκετά από αυτά με δυσκόλεψαν και μπράβο σας, για τον τρόπο που περιβάλατε τους ήρωες, ακόμη και την «αντιπαθητική» κυρία Νίτσα ή τον παθητικό πατέρα. Εντυπωσιάστηκα από το τέλος που έδινε η κάθε ομάδα στο βιβλίο και πολύ χάρηκα όταν συνειδητοποίησα ότι κάποιοι από εσάς οργανώνατε συναντήσεις στο σπίτι ενός / μιας για να συζητήσετε για το βιβλίο. Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε όλοι μας, και εσείς και εγώ, στις καθηγήτριές σας, την κ. Λίλια Ιακωβάκη και την κ. Ελευθερία Μπέντση.

«Το χοροστάσι της γης»

Κολονιάρι Άλμπα

Χαϊδάρη Βασιλική

Τζίμα Ιλάειρα, Γ2

Εφηβεία είναι μια γέφυρα μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης. Κατά την εφηβεία ο άνθρωπος καταγράφει μερικές σημαντικές αλλαγές, καθώς αναπτύσσεται σωματικά και ωριμάζει συναισθηματικά και κοινωνικά. Είναι μία περίοδος κρίσεων και ανισορροπίας. Οι έφηβοι, κυρίως, είναι αυθόρμητοι. Είναι οραματιστές. Έχουν ιδανικά, ονειρεύονται. Τους χαρακτηρίζει η επαναστατικότητα, η ισχυρή θέληση, το πάθος και η άρνηση. Θεωρούν πως ο κόσμος τους ανήκει. Είναι ευαισθητοποιημένοι σε κοινωνικά θέματα. Εκφράζονται κυρίως με έντονα συναισθήματα που συχνά τους φέρνουν σε αντιπαραθέσεις με τον οικογενειακό ή τον φιλικό τους κύκλο. Η αδιαφορία από την οικογένεια όπως και η επικριτική στάση απέναντί τους, τους δημιουργεί συναισθήματα απόρριψης και απογοήτευσης.

Η προσωπικότητα των εφήβων δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως στο στάδιο της εφηβείας με αποτέλεσμα να αλλάζουν πολύ εύκολα γνώμη. Να επηρεάζονται από λανθασμένα πρότυπα και να αμφισβητούν καθιερωμένες αξίες. Έχουν έντονη την ανάγκη να ανήκουν κάπου και ακριβώς, επειδή, δεν έχουν ανεπτυγμένη την κριτική σκέψη είναι ευάλωτοι. Στον ψυχικό τους κόσμο εναλλάσσεται η υπερβολική ανασφάλεια και η υπερβολική αυτοπεποίθηση.

Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο ο έφηβος μαθαίνει και εξελίσσεται. Προσπαθεί και αποτυγχάνει. Δημιουργεί διαπροσωπικές σχέσεις, επιλέγει επαγγελματική κατεύθυνση. Προετοιμάζεται για το τι του επιφυλάσσει το μέλλον.

Ο Λουκάς μεγαλώνοντας βλέπει αρκετές αλλαγές πάνω του. Στο σώμα του, στο πρόσωπο του. Επηρεάζονται οι σχέσεις που έχει με τη μητέρα του, τον πατέρα του και τον αδελφό του. Ο Λουκάς βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη αρχίζει και σχολιάζει τον εαυτό του. Δεν του αρέσει καθόλου το πρόσωπο του, γιατί έχει πολλά σπυράκια και κυρίως δεν του αρέσουν τα μάτια του, όλοι τον παινεύουν για αυτά τα μάτια και κυρίως η μητέρα του. Η σχέση του με τη μητέρα του δεν είναι καθόλου καλή και δεν φταίει αυτός. Η κυρία Νίτσα φταίει που δεν καταλαβαίνει πόσο πληγώνει τους γιούς της. Είναι εγωκεντρική ακόμα και με τα παιδιά της. Βάζει πολλή πίεση πάνω τους και τα αποξενώνει από την οικογένειά τους. Ο πατέρας του είναι διαφορετικός, δεν τον πιέζει τον Λουκά. Δεν σημαίνει, όμως, ότι τα κάνει όλα σωστά. Ο Λουκάς θέλει ο πατέρας του να τους προστατέψει. Να μπει μπροστά και να τους σώσει από την μιζέρια στην οποία βρίσκονται. Όμως, ο πατέρας του είναι απών ακόμα και όταν βρίσκεται στο σπίτι. Τέλος, ο αδελφός του!! Τον αγαπάει κατά βάθος, απλά δεν ξέρει πώς να του το δείξει. Νιώθει άσχημα, όταν του φωνάζει και του κλείνει την πόρτα. Όταν ήταν μικροί, του άρεσε να παίζει με τον αδελφό του, αλλά τώρα που μεγάλωσε θέλει να μένει μόνος του και αυτό τον κάνει να έχει μια επιθετική συμπεριφορά προς τον Θοδωρή.

Ο Λουκάς βλέπει διάφορα αρνητικά στην εμφάνισή του. Σαν κάθε άλλος έφηβος, έχει ανασφάλειες και πρόβλημα να αποδεχτεί τον εαυτό του. Οι έφηβοι συνήθως, εστιάζουν στην εξωτερική τους εμφάνιση και κυριότερα στα μέρη που θεωρούν αυτοί άσχημα. Ο Λουκάς στο βιβλίο, σχολιάζει τα χεριά του, το σώμα του και τα χαρακτηριστικά του, προβληματίζεται με την εξωτερική του εμφάνιση και σχολιάζει ιδιαιτέρως τα μάτια του, που του θυμίζουν αυτά της μάνας του και αυτό τον δυσαρεστεί.

Η εφηβεία είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τον Λουκά, διότι ζει κάτω από συνθήκες πίεσης και άγχους. Ο ήρωάς μας δεν νιώθει άνετα μέσα στο ίδιο του το σπίτι και αυτό επηρεάζει την εμπειρία του σαν έφηβος και τον ρίχνει ψυχολογικά. Οι συνθήκες που ζούσε ο Λουκάς στο σπίτι του έκαναν την εφηβεία του πολύ δυσκολότερη από ότι είναι κανονικά.

Επιπλέον, ο Λουκάς βλέπει τους ενήλικες μέσα από τα παραδείγματα της συμπεριφοράς των γονιών του. Η σχέση με την μάνα του επηρεάζει τον τρόπο που ο Λουκάς βλέπει τις μανάδες τον άλλων παιδιών και συγκρίνει την δικιά του με τις μαμάδες των άλλων. Στην συνέχεια, ο Λουκάς βλέπει τον πατέρα του με φόβο, περίεργα και με απογοήτευση, διότι δεν στάθηκε ποτέ ενάντια στη γυναίκα του, για να υπερασπιστεί αυτόν και το Θοδωρή. Έκτος από τους γονείς του, ο Λουκάς έχει μια πολύ καλή σχέση με τον παππού του.

Ο Λουκάς έχει κάθε δικαίωμα να τα παρατήσει όλα, αλλά δεν το κάνει. Αντιθέτως, στέκεται στα πόδια του και αντέχει ό,τι κάνει και λέει η μητέρα του, που φαίνεται να είναι το κύριο πρόβλημα της μιζέριας του. Τα περισσότερα παιδιά έχουν μια αντιδραστική συμπεριφορά. Ο Λουκάς δεν έχει. Κρατάει τα συναισθήματα του μέσα του για τον εαυτό του. Κρατάει όλο τον θυμό κλεισμένο μέσα του. Δεν ξέρει πού να απευθυνθεί. Πώς να τον επικοινωνήσει. Στο περιβάλλον που μεγάλωσε το συναίσθημα ήταν κάτι απαγορευμένο, κατακριτέο. Ο Λουκάς είναι ένα καταπιεσμένο παιδί. Έχει ως πρότυπο τον παππού του, που είναι ο μόνος που φέρεται πιο γλυκά στον Λουκά. Χωρίς γκρίνια, φωνές και νεύρα. Η αποξένωση από την οικογένεια του δεν του κάνει καλό. Μαθαίνει σε ένα τοξικό μοτίβο σχέσης. Ο Λουκάς είναι δυνατός. Επιβιώνει μέσα στον παραλογισμό της οικογένειας του.

Στην εφηβεία οι άνθρωποι γίνονται πιο αντιδραστικοί. Θέλουν απομόνωση και ελευθερία. Αυτή η συμπεριφορά προκαλεί συχνά αντιπαραθέσεις με τους γονείς ή με τον κοινωνικό κύκλο του εφήβου. Αυτές οι εντάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν, αρχικά με κατανόηση από την μεριά των ενηλίκων αλλά και συζήτηση. Οι έφηβοι πρέπει να εξηγούν στους γονείς τους πώς νιώθουν, τι θέλουν. Με συνεννόηση μεταξύ του γονέα και του έφηβου, πολλές διαμάχες μπορούν να αποφευχθούν. Υπάρχουν πολλά ενημερωτικά βίντεο, βιβλία σχετικά με την εφηβεία που οι γονείς μπορούν να παρακολουθήσουν για να κατανοήσουν καλύτερα την συμπεριφορά του παιδιού τους και πώς μπορούν να το βοηθήσουν. Μπορούν, επίσης, να ζητήσουν συμβουλές από ψυχολόγο ή κάποιον ειδικό. Εν κατακλείδι, με την συζήτηση και την κατανόηση οι τσακωμοί, η λάθος επικοινωνία μπορεί να διορθωθεί.

Χαρακτηρισμός κύριας Νίτσας, της μητέρας του Λουκά

Η κυρία Νίτσα μπορούμε να πούμε πως έχει έναν απαράδεκτο χαρακτήρα. Είναι ένας εγωκεντρικός άνθρωπος και το καταλαβαίνουμε αυτό από την περιγραφή του Λουκά, ότι ,συνεχώς, το θέμα της συζήτησης είναι αυτή, το παρελθόν της και τα επιτεύγματα της. Το άλλο θέμα της συζήτησής της είναι η απόδοση του Λουκά. Η κυρία Νίτσα επικεντρώνεται στο φαίνεσθαι και όχι στις σχέσεις με τα παιδιά της. Κάνει, συνεχώς, διακρίσεις ανάμεσα στους δύο γιους της και θεωρεί δεδομένο ότι ο Λουκάς, ο μεγαλύτερος γιος της, θα παίρνει πάντα άριστους βαθμούς και πως θα είναι το αστέρι της οικογένειες, ενώ πως ο μικρότερος γιος της ο Θοδωρής θα είναι πάντα λιγότερος από τον Λουκά. Σε αντίθεση με τον Λουκά, ο Θοδωρής δεν είχε τα δικά του παιχνίδια πάρα μόνο ό,τι παλιό παιχνίδι ανήκε στον Λουκά και ενώ η κυρία Νίτσα θεωρεί τον Λουκά το μωρό της ακόμα, ο Θοδωρής τελικά δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Επιπλέον, η κυρία Νίτσα δείχνει συνεχώς το αρνητικό παράδειγμα στα παιδιά της, όπως την υποκρισία. Προσποιείται ότι έχει πρόβλημα με την υγεία της για να αποφύγει να πάει στη δουλειά της και «υπερασπίζεται» τη συνήθειά της να καπνίζει επιδεικνύοντας το τσιγάρο που έχει συνεχώς στο χέρι. Και αυτά, τα κάνει την ώρα που τους λέει να μην συμπεριφέρονται οι ίδιοι με αυτόν τον τρόπο.

Χαρακτηρισμός του πατέρα

Ο πατέρας του Λουκά είναι ένας ήσυχος άνθρωπος. Σε αντίθεση με τη γυναίκα του, δεν εκφράζει τη γνώμη του, αλλά πηγαίνει με τα νερά της σε οποιαδήποτε σύγκρουση έχει με τα παιδιά της. Αντί να πάρει το μέρος των παιδιών του, απλώς αδιαφορεί και λέει «άφησε την μαμά σου ήσυχη» ή « άκου τη μαμά σου, έχει δίκιο» Η σχέση του Λουκά με τον πατέρα του είναι μια ιδιαίτερη, αλλά απλή σχέση. Καθώς έχουν συνήθειες που κάνουν οι δυο τους μαζί, όπως τα κεράσια που έπαιρναν μετά από το σχολείο από τη λαϊκή. Ήταν μια αγαπημένη συνήθεια που την κρατούσαν μεταξύ τους, όμως, μυστική. Με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε πως ο πατέρας των παιδιών δεν έχει κάποια ιδιαίτερη άποψη όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη γνώμη της κύριας Νίτσας και πως παρόλο που δείχνει να θέλει να περνά χρόνο με τα παιδιά του, το κάνει τελικά κρυφά.

Σχέση με τον παππού

Από την άλλη, ο πάππους του Λουκά είναι ένας τρυφερός άνθρωπος. Είναι αξιαγάπητος, αγαπά τη φύση, την απλότητα στον τρόπο ζωής, είναι γενναιόδωρος, σοφός και καλός δάσκαλος. Μεγάλωσε τον Λουκά με ιστορίες και μύθους, του έμαθε πράγματα για τη φύση, ήταν το αντρικό πρότυπο για τον Λουκά και τον επηρέασε και στην μελλοντική δουλειά του, γιατί ο Λουκάς, τελικά, έγινε γεωπόνος. Ο παππούς επιδρά αποφασιστικά στην προσωπικότητα, στις επιλογές και την εξέλιξη του Λουκά και κατορθώνει να λειτουργήσει αντισταθμιστικά ως προς την τραυματική σχέση που έχει ο Λουκάς με τη μητέρα του.

Ένα διαφορετικό τέλος.

Ο Λουκάς μεγαλώνοντας έγινε όλο και πιο μίζερος. Δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν απλά κρατούσε όλο αυτόν τον θυμό, όλη αυτήν την θλίψη μέσα του. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν. Όταν προσπαθούσε να μιλήσει σε κάποιον, άκουγε τη φωνή της μητέρας του στο κεφάλι του. «Δεν θα σε πιστέψουν και ακόμα και αν το κάνουν θα μας καταστρέψεις. Εμένα, τον πατέρα σου…. Τον αδερφό σου». Ο Θοδωρής… Αγαπάει τον μικρό του αδερφό και ας μην το δείχνει. Δεν θα ήθελε να τον καταστρέψει. Ήθελε τουλάχιστον ο Θοδωρής να ζήσει μια καλύτερη ζωή, καλύτερη από την δικιά του…

Σήμερα ο Λουκάς έγινε 40.

Όσο καθότανε στο παράθυρο έβλεπε τα παιδάκια έξω να παίζουν, να γελάνε, να αγκαλιάζουν τους γονείς τους με χαρά και να λένε πώς πέρασαν την ημέρα τους στο σχολείο. Οι γονείς τους; Τους άκουγαν… τους άκουγαν και δεν τους διέκοπταν για να πούνε πράγματα για τον εαυτό τους… Ούτε γέλαγαν, όταν τα παιδιά τους τους έλεγαν «Θέλω να πετάω σαν τον Superman!!!». Ήταν χαζό. Ήξερε πως αν έλεγε κάτι τέτοιο στη μητέρα του, όταν ήταν μικρός, σίγουρα θα απαντούσε γεμάτη ειρωνεία. «Superman, χαχαχα.. Γεννήθηκες χιουμορίστας σαν εμένα. Εσύ είσαι προορισμένος να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος και αυτό πάει και τελείωσε νεαρέ μου!».

Ο Λουκάς και φέτος περνάει τα γενέθλιά του μόνος χωρίς παιδιά, γυναίκα, φίλους, συγγενείς… Του έλειπε ο αδελφός του, αλλά είναι σίγουρος πως ο Θοδωρής δεν θα ήθελε να τον δει. Πιστεύει πως ο Λουκάς ποτέ δεν ενδιαφερόταν για αυτόν, πως δεν τον ήθελε κοντά του, πως τον μισούσε. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Τον αγαπούσε πολύ, απλά δεν ήξερε πώς να του το πει. Ποτέ του ο ίδιος δεν είχε νιώσει αγάπη και δεν ήξερε πώς να την δείξει στους άλλους, ειδικά στον αδερφό του, που τον χρειαζόταν. Χρειαζόταν κάποιον να τον αγαπάει και να του δείχνει το σωστό και το λάθος και ο Λουκάς δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και κάπως έτσι ο Θοδωρής, μόλις έφυγε από το σπίτι τους δεν μίλησε σε κανένα ούτε στον πατέρα του, ούτε στον ίδιο του τον αδελφό και φυσικά στη μητέρα του.

Ο Λουκάς ήταν 45 όταν άφησε ένα τελευταίο γράμμα

Αγαπητέ Θοδωρή,

Το ξέρω πως δεν ήμουνα ο καλύτερος αδελφός σε εσένα, αλλά θα ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη… Συγνώμη για όλα για τα πάντα… Σε αγαπώ, αλήθεια νοιάζομαι πολύ για εσένα. Μακάρι να μπορούσα να μείνω λίγο παραπάνω, αλλά το τέλος μου πλησιάζει. Ελπίζω να μπορέσεις να βρεις γαλήνη στην καρδιά σου και να με συγχωρέσεις. Κάτι τελευταίο στο κομοδίνο του δωματίου μου υπάρχει ένα μικρό κουτάκι είναι ένα δώρο… Χρόνια πολλά!!!!!! Να τα εκατοστήσεις.

Με αγάπη,

Ο αδελφός σου ο Λουκάς.

Ένα γράμμα για τον Λουκά.

Συκιές, 30/03/23

Αγαπητέ Λουκά,

Έμαθα για τις δυσκολίες σου. Σου στέλνω αυτό το γράμμα με σκοπό να σε βοηθήσω και να σε κάνω να αισθανθείς λίγο καλύτερα.

Αρχικά, θέλω να σου πω πως κατανοώ πως νιώθεις και αντιλαμβάνομαι το πόσο δύσκολη είναι η θέση σου. Θέλω να σου πω να μην φοβάσαι, να είσαι δυνατός και να κοιτάς τον εαυτό σου. Προσπάθησε να πλησιάσεις τον μπαμπά σου και να του μιλήσεις ανοιχτά για το πως νιώθεις. Ξέρω δεν είναι εύκολο. Πιστεύω, όμως, ότι άμα ο πατέρας σου ακούσει τα προβλήματά σου θα μπορέσει να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης καλύτερα. Επίσης, θα μπορούσε να σε εκπλήξει, προσφέροντάς σου λύσεις που δεν είχες σκεφτεί. Αν πάλι δεν θέλεις να του μιλήσεις θα μπορούσες να ζητήσεις κάποιες συμβουλές από τον παππού σου. Που όπως καταλαβαίνω έχετε μια καλή σχέση. Θα μπορούσες να προσελκύσεις και κάποιον άλλον ενήλικα που εμπιστεύεσαι, όπως κάποιον συγγενή ή καθηγητή σου. Υπάρχει ,επίσης, η δυνατότητα να μιλήσεις με κάποιον ψυχολόγο. Ένας τρόπος για να νιώθεις καλύτερα στο σπίτι που ζεις είναι να βρεις ασχολίες μέσα στο σπίτι που θα σε κρατούν απασχολημένο. Όσο για την κιθάρα που μου είπες ότι δεν σου αγοράζουν καινούρια θα μπορούσες να μαζέψεις εσύ τα λεφτά για να πάρεις. Υπάρχουν αρκετές καλοκαιρινές δουλειές. Κάλαντα, γενέθλια και τα λοιπά. Κατάλαβα ότι σε ανησυχεί και η σχέση σου με τον Θοδωρή. Δυστυχώς, λόγω του ότι είμαι μοναχοπαίδι, δεν μπορώ να αντιληφθώ πόσο δύσκολο είναι να έχεις μικρότερα αδέρφια. Όμως, μπορώ να σου πω, πως για να βελτιώσεις την σχέση σου μαζί του, θα μπορούσες, τις ώρες που εσύ νιώθεις καλύτερα, να τις περνάς μαζί του. Εύχομαι να σε βοήθησα έστω και λίγο στα προβλήματά σου.

Με αγάπη η φίλη σου, Ιλάειρα

Σκέψεις για την εφηβεία του Λουκά

Όλγα Καλογιαννάκη, Αγνή Αλιφέρη, Γ1

Ο Λουκάς ζει και αναπτύσσεται σε ένα τοξικό οικογενειακό περιβάλλον. Δυστυχώς, για αυτόν δεν αναζητεί βοήθεια και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Σε αντίθεση με αυτόν, εγώ εάν βρισκόμουν στη θέση του, θα έθετα υγιή όρια με τους τοξικούς γονείς μου, ενώ παράλληλα θα αναζητούσα βοήθεια στο πρόσωπο ενός ψυχολόγου, ώστε να υπάρξει μια επικοινωνία δυναμική χωρίς, όμως, να υπάρχουν εντάσεις. Με τον μικρό μου αδερφό, τον Θοδωρή, θα προσπαθούσα να δράσω ως θετικό πρότυπο για να τον καθοδηγώ αλλά και να τον στηρίζω ψυχολογικά.

Ένα δικό μας τέλος

Ο Λουκάς μεγάλωσε, έγινε παλικάρι , όμορφο παιδί με κείνα τα γαλανά μάτια που θεωρούσε ασήμαντα και άσχημα… Στην πραγματικότητα πάντα ήταν ωραίος, απλώς δεν το έβλεπε, είχε τυφλωθεί από το μίσος και από εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα που τον κατέκλυζαν. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο καταλάβαινε και κοιτούσε μέσα στην ψυχή του και έτσι πήρε την απόφαση που εκείνος θεωρούσε σωστή και θα τον λύτρωνε από όλα εκείνα που βασάνιζαν την ψυχή του τόσα χρόνια. Ο Λουκάς μας εγκατέλειψε και μας άφησε μόνους, έτσι θα έλεγε η κυρία Νίτσα. Ο Λουκάς αποφάσισε πώς θα πήγαινε στον Καναδά για τις σπουδές του, ήθελε να γίνει γιατρός μετά από την ασθένεια που στοίχειωσε τον παππού του, το μόνο άνθρωπο που είχε νόημα να αγαπά.

Έτσι κατάλαβε τι έπρεπε να ακολουθήσει, γνώριζε καλά πως θα ήταν δύσκολο μα το ρίσκαρε και τα κατάφερε. Έγινε σπουδαίος ογκολόγος για να μπορεί να σώζει ζωές ανθρώπων που τον είχαν ανάγκη. Έκανε περήφανη την οικογένειά του και ας ήξερε πως ακόμη δεν ήταν εκείνη ευχαριστημένη. Με τα χρόνια ο Λουκάς γνώρισε εκείνη που θα του άλλαζε τη ζωή, τη Νεφέλη, την τωρινή του γυναίκα. Ήταν περιβαλλοντολόγος ασχολούνταν με τη φύση, τη ζωή στο περιβάλλον. Άλλωστε για αυτό την αγάπησε. Είχε το πνεύμα του παππού, ήταν ήρεμη, γαλήνια, τρυφερή και καλόκαρδη . Ο Λουκάς έκανε οικογένεια, δίδυμα κορίτσια και ένα αγοράκι μικρότερο. Τρία παιδιά έχει να φροντίζει τώρα, να προσέχει να τα αγαπά και να προσφέρει ό,τι ο ίδιος δεν είχε στη δική του παιδική ηλικία. Ήταν στοργικός πατέρας. Κάθε Κυριακή πήγαινε όλη την οικογένεια στο δάσος. Η γυναίκα του μελετούσε, ο Λουκάς καμάρωνε την οικογένεια που είχε καταφέρει να φτιάξει και τα τρία τους παιδιά διασκέδαζαν και δημιουργούσαν καινούργιες αξέχαστες παιδικές αναμνήσεις με τους γονείς τους.

Όμως, ο Λουκάς ένιωθε κάποιες φορές ανασφάλειες να τον βαραίνουν για την πατρότητα. Είχε το αίσθημα πώς ήταν όμοιος με τους γονείς του, προσπάθησε πολύ για να το ξεπεράσει ήταν, όμως, αγιάτρευτο το παιδικό τραύμα. Όσο για την υπόλοιπη οικογένεια του Λουκά, η κυρία Νίτσα περηφανευόταν για τα κατορθώματά του ακόμη και αν δεν είχε επαφές πλέον. Ο πατέρας έφυγε από το σπίτι κάνοντας τη δική του μικρή και αθόρυβη επανάσταση. Πήγε στο χωριό με τον Θοδωρή και την οικογένειά του. Εκείνη δεν ακολούθησε δεν άντεχε έλεγε τον εξευτελισμό έτσι βρήκε την ευκαιρία να ζήσει με τον εραστή της. Ενώ ο Λουκάς και ο Θοδωρής ήταν ευτυχισμένοι πια μακριά από αυτή και τη ζωή που τους είχε επιβάλει στην παιδική τους ηλικία.

Κι ακόμη ένα διαφορετικό τέλος…..

Και έτσι, λοιπόν, τελειώνει η παιδική ηλικία του Λουκά. Ξέρω δεν είναι η ονειρεμένη και η φανταστική παιδική ηλικία που θα περιμέναμε να ακούσουμε. Ο Λουκάς δεν είχε νιώσει ποτέ την οικογενειακή ζεστασιά, δεν είχε πάει ποτέ μια οικογενειακή βόλτα δίπλα στην θάλασσα, δεν ξέρει τι πάει να πει μητρική ή πατρική αγκαλιά, γιατί ποτέ δεν ήταν κανένας εκεί για να του την δώσει. Φυσικά, δεν είναι μόνο αυτά που ο Λουκάς έχει στερηθεί ως παιδί αλλά μου είναι δύσκολο να τα απαριθμήσω για αυτό συγχωρέστε με. Δυστυχώς, όμως, ο Λουκάς τα ξαναζεί κάθε μέρα. Τα φέρνει στο μυαλό του και τα αναβιώνει. Τους τσακωμούς, τις φωνές, τα νεύρα… όλα. Για αυτό άλλωστε βλέπει τον ίδιο φριχτό εφιάλτη κάθε βράδυ και ξυπνάει πάντα την ίδια ώρα, στην ίδια θέση και πάντα ιδρωμένος και λαχανιασμένος από τις εικόνες της κυράς Νίτσας, του αδερφού του, του Θοδωρή, του πατέρα του και του παππού του..

Δεν ξέρω ακριβώς τι βλέπει και ούτε μάλλον ποτέ θα μάθω. Ο Λουκάς είναι κλειστός τύπος και δεν ανοίγεται εύκολα. Ίσως, αυτό να φταίει που δεν πάει σε έναν ψυχολόγο ή σε κάποιο άλλο ειδικό. Η εσωστρέφεια του και το πείσμα του, που νομίζει ότι θα τα καταφέρει μόνος του, τον κρατάνε πίσω, τον καταστρέφουν σιγά- σιγά σωματικά και ψυχικά κάνοντας τον έτσι να πηγαίνει πίσω στην πατρίδα του. Ο Λουκάς, αν και τα κατάφερε την επαγγελματική του καριέρα, στην προσωπική του ζωή θα λέγαμε ότι απέτυχε. Κάθε φορά που έβγαινε ένα ραντεβού, στο πρόσωπο εκείνης της κοπέλας έβλεπε την μητέρα του και κάθε φορά που το μυαλό του πήγαινε στο θέμα του γάμου, φανταζόταν τον γάμο των γονιών του με αποτέλεσμα να μην αντέχει την πιθανότητα να καταλήξει σαν και αυτούς και τελικά διέλυε τον δεσμό του. Κάθε φορά το μετάνιωνε, αλλά κάθε φορά το έκανε. Έτσι λοιπόν έφτασε στα 50 του έτη χωρίς παιδία, σύζυγο και πολλούς φίλους. Τον Λουκά δεν τον πείραζε το γεγονός αυτό, αλλά την κυρά Νίτσα την εκνεύριζε αφάνταστα. Κάθε φορά, λοιπόν που πήγαινε στον επάνω όροφο, εκεί έμενε ο Λουκάς, με τα γεροντίστικα της πόδια και έμπαινε στο διαμέρισμα του, του έλεγε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Πότε θα δούμε εγγόνια από εσένα; Και γελούσε ειρωνικά για να ελαφρύνει το κλίμα, αλλά ο Λουκάς δεν γελούσε. Αντιθέτως, ξέσπαγε πάνω της και δημιουργούνταν φασαρία και πάντα, όμως, την καθοριστική βολή την έριχνε αυτή. Σσσςς, μην φωνάζεις, δεν φτάνει που οι γείτονες σε κοροϊδεύουν που είσαι μαγκούφης, θα μας σχολιάζουν και για τα γκαρίσματα σου. Πάντα ήθελε να της πει πως αιτία της μοναχικότητάς του ήταν αυτή, αλλά την τελευταία στιγμή το στόμα του αρνιόταν να ξεστομίσει τέτοιες λέξεις. Για αυτό συνέχεια νικήτρια του καυγά έβγαινε αυτή. Τουλάχιστον αυτή τον επισκεπτόταν σε αντίθεση με τον πατέρα του και τον αδερφό του που τον είχαν ξεγράψει από τη ζωή τους. Όχι επειδή μάλωσαν, αλλά επειδή μάλλον ήθελαν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλον λόγω των καταστάσεων που έζησαν και να αρχίσουν από το μηδέν. Αν και δεν το παραδεχόταν τον στεναχωρούσε αφάνταστα που το ίδιο του το αίμα τον ξέχασε. Έτσι βρήκαμε και μία ακόμα αιτία από τις εκατοντάδες που ώθησαν τον Λουκά να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Μη φοβάστε. Ο Λουκάς δεν αγνοείται, απλώς έγινε ταξιδευτής. Ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου, ανοίγει τους ορίζοντές του, μαθαίνει νέα πράγματα, χαίρεται. Επιτέλους χαίρεται, είναι ευτυχισμένος. Τώρα είναι στην Αφρική στο Καμερούν, καλυτερεύει την ποιότητα ζωής των παιδιών, απλώνει τη χαρά του και βλέπει τα παιδιά να ευθυμούν. Έτσι, θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν θα ξαναγυρίσει πίσω στην Ελλάδα για να συναντήσει ξανά την οικογένειά του. Θα έχει ένα γαλήνιο τέλος δίπλα στον άντρα που αγάπησε, τον Ρόμπιν, δημιουργώντας επιτέλους τη δικιά του οικογένεια που του χάρισε αυτό που του στέρησε τόσο άδικα η δική του πατρική οικογένεια, την αγάπη.

Το «Χοροστάσι της γης» και οι ανθρώπινες σχέσεις

Μαριάννα Καμαριώτου

Γκρισέλντα Κότσι

Χριστίνα Καραμπούτα, Γ2

Οι σχέσεις των γονιών είναι αυτές, που, από τα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο συζύγων διαμορφώνουν τα πρότυπα που ακολουθούν τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν και γίνουν και οι ίδιοι σύζυγοι και γονείς και επηρεάζουν την ψυχολογία τους, ιδιαίτερα στα εφηβικά τους χρόνια. Όσον αφορά στο βιβλίο, η σχέση των γονιών του Λουκά αποτέλεσε το χείριστο παράδειγμα για τον ίδιο και τον αδερφό του. Από την μία η μητέρα του, μια γυναίκα εγωκεντρική, εριστική και πάντα με μία αφορμή για τσακωμό. Από την άλλη ο πατέρας του, ένας δίκαιος άνθρωπος, ήσυχος, αλλά παθητικός, μία αδιάφορη μαύρη σκιά στην ζωή του Λουκά.

Οι σχέσεις τους ήταν τοξικές, με εντάσεις και τσακωμούς. Δεν κοιμόντουσαν πλέον μαζί. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι του Λουκά ήταν γκρίζα, γεμάτη από τις κατηγόριες του ενός για τον άλλον. Η σχέση αυτή αναμφίβολα επηρέασε τον Λουκά. Τον μπέρδευε, το μόνο που ήθελε ήταν μία ξεκάθαρη κατάσταση, χωρίς εντάσεις, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να μείνουν χώρια οι γονείς του. Ο ίδιος έκανε λάθη ως σύζυγος. Λάθη που θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν οι σχέσεις των γονιών του έθεταν ένα σωστό παράδειγμα.

Οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους διαφέρουν σε κάθε οικογένεια. Ο Θοδωρής και ο Λουκάς είχαν γονείς που τους φρόντιζαν. Τους παρείχαν τα απαραίτητα υλικά αγαθά και έτσι τηρούσαν τις τυπικές υποχρεώσεις ενός γονιού. Δυστυχώς, όμως, τα δύο παιδιά δεν έλαβαν αγάπη, στοργή, ή υποστήριξη από τους γονείς τους. Αυτοί κοκορεύονταν συνέχεια για τους καλούς βαθμούς του Λουκά, όμως δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι πέρασε για να τους αποκτήσει. Από την άλλη ο Θοδωρής ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος της οικογένειας. Η ίδια του η μητέρα τον ξεχώρισε από την άλλο της γιο. Τα παιδιά αυτά αντιμετώπισαν διαφορετικές συμπεριφορές από τους γονείς τους. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η αποξένωση των δύο αδερφών.

Έτσι μεγαλώνοντας πήραν άλλες πορείες . Ο Λουκάς σπούδασε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και έζησε μία ήρεμη ζωή. Αντίθετα, ο Θοδωρής από τα δεκαπέντε του έγινε πιο βίαιος και επιθετικός απέναντι στους γονείς του. Όταν πια τελείωσε το Λύκειο αυτοί του βρήκαν δουλειά. Έμεινε κολλημένος δίπλα τους με καθημερινές εντάσεις. Μέχρι που μία μέρα μετακόμισε. Οι καυγάδες, ωστόσο, δεν σταμάτησαν ποτέ. Η ζωή τους κυλούσε κάπως έτσι, μαζί και χώρια.

Οι λόγοι που τα δύο παιδιά πήραν διαφορετικούς δρόμους είναι ποικίλοι. Παρόλα αυτά, κατά την γνώμη μας, ο σημαντικότερος ήταν ο καθοδηγητής παππούς. Ο Λουκάς είχε έναν άνθρωπο οδηγό στη ζωή του, διδάχθηκε πολλά από αυτόν και, συμφώνα με τις συμβουλές του, έφτιαξε τη ζωή του. Αντίθετα, ο Θοδωρής δεν είχε κανέναν να του δείξει τον σωστό δρόμο και να τον αγαπήσει για αυτό που είναι.

Το βιβλίο μας δίδαξε πως οι γονείς εκτός των υλικών αγαθών που πρέπει να προσφέρουν στα παιδία τους οφείλουν να είναι αρωγοί και συνοδοιπόροι στη ζωή τους. Να τονώσουν την αυτοπεποίθηση των παιδιών τους και να έχουν πραγματική επικοινωνία μαζί τους . Επίσης, ο διαχωρισμός των παιδιών από τους γονείς μόνο κακό τους κάνει τόσο στην αναμεταξύ τους σχέση όσο και στη σχέση ανάμεσα στα αδέλφια.

Πιστεύω πως ο Λουκάς και ο Θοδωρής θα έπρεπε να είχαν μία καλύτερη επικοινωνία καθώς και οι δύο υπήρξαν θύματα των γονιών τους. Τα δύο αδέρφια δεν μπορούσαν να αντέξουν την κατάσταση στο σπίτι τους, αλλά πάλι δεν έκαναν κάτι να το αντιμετωπίσουν. Θεωρώ πως άμα είχαν πιο στενή σχέση μεταξύ τους δεν θα ένιωθαν μόνοι καθώς θα είχαν μία συμπαράσταση και έναν σύμμαχο. Τα παιδιά δεν μισούνταν. Όμως, ήταν και οι δύο μόνοι, ο καθένας με τις δικές του ανησυχίες.

Παρόλα αυτά, στο μέλλον ο Λουκάς κατάφερε να προχωρήσει στην ζωή του και να μην μείνει με την τοξική του οικογένεια. Όμως, αυτός είχε ένα πρότυπο να ακολουθήσει, τον παππού. Από την άλλη ο Θοδωρής δεν είχε κάποιον να τον συμβουλέψει. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινε στο πατρικό του σπίτι καυγαδίζοντας συνεχώς με τους γονείς του. Δεν ήταν αρκετά γενναίος για να το εγκαταλείψει. Τα δύο παιδιά ανατράφηκαν από τους ίδιους γονείς, παρόλα αυτά κατέληξαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι.

Ο Λουκάς παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά, όμως είχε αμφιβολίες . Δεν γνώριζε αν παντρεύτηκε επειδή αγάπησε ή γιατί ήθελε να αλλάξει τη ζωή του. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν ήθελε να μοιάσει τους δικούς του. Προσπαθούσε να δώσει στα παιδιά του την αγάπη που αυτός στερήθηκε.

Ο Λουκάς προσπάθησε να φτιάξει μια φιλική και υγιή σχέση με τα παιδιά του. Στα πρώτα χρόνια που υπήρξε γονιός άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ανησυχούσε διαρκώς για το αν θα έμοιαζε με τους γονείς του. Γι αυτόν το λόγο, ρωτούσε συνέχεια τον εαυτό του, αν έχει κάνει κάτι που του είχαν κάνει οι δικοί του γονείς και τον επηρέασε αρνητικά.

Όσο μεγάλωναν τα παιδιά του, ο Λουκάς τους διάβαζε μυθιστορήματα και πολλά παραμύθια, έκανε βόλτες μαζί τους, τους μιλούσε για την φύση μιας και την αγαπούσε πολύ, τους έβαζε να ακούν ήχους και ψιθύρους, να βλέπουν νεράιδες και ξωτικά μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Κάθε πρωί ο Λουκάς ρωτούσε τα παιδιά του τι όνειρο είδαν για να έχει μια καλύτερη σχέση μαζί τους και μια αφορμή να συζητήσουν πέρα από τα πρακτικά θέματα δηλαδή αν έφαγες, πλύθηκες, διάβασες.

Η γυναίκα του ήταν τρυφερή. Όμως, ο Λουκάς δεν της είχε εμπιστοσύνη, είχε και ο ίδιος τρομάξει, όταν συνειδητοποίησε ότι την παρακολουθούσε. Έβλεπε αν ήταν βίαιη με τα παιδιά ή αν έμπαινε απότομα στο δωμάτιό τους. Όμως, τίποτα από αυτά δεν έκανε. Οι δύο τους δεν μοιράζονταν σκέψεις και συναισθήματα, κάθε φορά που μία διαφωνία εμφανιζόταν από τον φόβο τους για σύγκρουση την έκρυβαν «κάτω από το χαλάκι». Έτσι δεν υπήρχαν εντάσεις στην οικογένειά τους. Παρόλα αυτά, άρχισαν να απομακρύνονται. Μπορούσαν να δουλέψουν τη σχέση τους, εξάλλου είχαν όλες τις καλές προθέσεις για να το κάνουν. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο Λουκάς έμεινε στο κτήμα για πολύ καιρό και άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν είχε καταφέρει να αποσυνδέσει τη γυναίκα του από την ιδέα προτύπου της μητέρας του. Πλέον από απόσταση κατάφερε να δει καθαρά ότι η γυναίκα του υπήρξε καλή μητέρα. Αποφάσισε να την πλησιάσει, έτσι ώστε μαζί να δουλέψουν τις ανησυχίες, τις σκέψεις, τις ανασφάλειες και τις αστοχίες τους, που δεν είχαν γίνει από κακία αλλά από φόβο.

Τέλος, κατά την γνώμη μου για να αντέξει μια σχέση στον χρόνο και να παραμείνει ζωντανή χρειάζεται να υπάρχει εμπιστοσύνη, αλληλοσεβασμός επικοινωνία και κατανόηση μεταξύ του ζευγαριού.

Παρατηρούμε, ευτυχώς, ότι ο Λουκάς έχει αρκετά καλή σχέση με τον παππού του. Από την παιδική του ηλικία ήταν εκεί γι αυτόν, τον νοιαζόταν, τον φρόντιζε κάτι που οι γονείς του ήταν πολύ απασχολημένοι για να κάνουν. Επίσης, ο Λουκάς έμαθε πολλά πράγματα από τον παππού του, όπως, όταν πήγαινε στο κτήμα και ο παππούς τον έμαθε πώς να προσανατολίζεται, του έμαθε να ξεχωρίζει ήχους ζώων και να μένει μακριά τους, όταν δεν αναγνώριζε τον ήχο, και τέλος του έμαθε την μυθολογία και διάφορα πράγματα για την φύση. Ο δεσμός οικειότητας και αγνότητας ανάμεσά τους ήταν πραγματικά ισχυρός. Κανείς δεν μπορούσε να χωρίσει τον Λουκά και τον παππού του. Ήταν η διέξοδός του, όταν οι καταστάσεις στο σπίτι χειροτέρευαν. Στην παιδική αλλά και εφηβική ζωή του, ο Λουκάς καθοδηγούνταν με τις συμβουλές του παππού του.

Συνοψίζοντας, η φύση και το περιβάλλον ήταν η μεγάλη αγάπη και των δυο τους. Μάλιστα ο Λουκάς επηρεάστηκε τόσο από τα λεγόμενα του παππού του για την φύση, που, όταν πια μεγάλωσε, σπούδασε γεωπονία.

Ζούμε σε έναν κόσμο που έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή και την επικοινωνία, γι’ αυτό και οι σχέσεις που διαμορφώνουμε με τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι κάτι που μας απασχολεί έντονα στην καθημερινότητά μας.

Οι υγιείς και σταθερές σχέσεις χτίζονται πάνω στα θεμέλια της ειλικρίνειας, του αλληλοσεβασμού και φυσικά της αγάπης. Χρειαζόμαστε ανθρώπους γύρω μας για να μας ενθαρρύνουν, να μας παρηγορήσουν και να μας καθοδηγήσουν.

Ωστόσο, όταν είσαι σε μια σχέση, όπου τα συναισθήματα σου και οι ανάγκες σου δεν αντιμετωπίζονται με την ανάλογη προσοχή και φροντίδα, δεν υπάρχει νόημα να είσαι σε αυτήν τη σχέση. Όταν δημιουργούνται συνεχείς εντάσεις, ένας ή περισσότεροι άνθρωποι είναι χειριστικοί και εγωιστές, τότε η σχέση που έχεις με τα άτομα αυτά είναι ανθυγιεινή και τοξική.

Συνοψίζοντας, οι σχέσεις για να έχουν διάρκεια και εξέλιξη μέσα στο χρόνο πρέπει να υπάρχει αμοιβαία αγάπη, σεβασμός, εμπιστοσύνη και ανιδιοτέλεια.

ΕΦΗΒΕΙΑ Νίκος Προβατίδης, Α4

«Η εφηβεία είναι μια μεταβατική φάση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Είναι η φάση που το άτομο απομακρύνεται σιγά σιγά από την οικογένεια, έχει σεξουαλικές αναζητήσεις, αρχίζει να εντάσσεται κοινωνικά, κυρίως, μέσω των ομάδων συνομηλίκων. Σε αυτή τη φάση επαναδιαπραγματεύεται πολλά θέματα και δυσκολίες που υπήρχαν από την παιδική ηλικία, όπως δυσκολίες στις σχέσεις με τους γονείς, θέματα αυτονομίας.

Οι νέοι σήμερα αντιμετωπίζουν ένα ιδιαίτερα δύσκολο και απογοητευτικό περιβάλλον, ένα κλίμα απαισιοδοξίας τόσο στο οικογενειακό όσο και στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Τα μηνύματα που εισπράττουν είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικά και πολλές φορές έρχονται και δένουν με τις δικές τους ανησυχίες και φοβίες που είναι πολύ συχνές στην εφηβεία».

Λουένα Σάτρι, Α4

«Εφηβεία ονομάζεται η περίοδος που αναπτύσσεται ο άνθρωπος μέσα από έντονες συναισθηματικές αλλαγές, μεταβαίνει από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Βοηθάει πολύ: Να συζητάμε ψύχραιμα για τα θέματά μας και όχι με καυγά και να διορθώνουμε τις πράξεις ως προς τους γονείς μας π.χ να μην τους μιλάμε άσχημα».

Μουτάκη Κατερίνα, Α3

Εφηβεία είναι η περίοδος της ζωής του ανθρώπου, που αποτελεί μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα και που αρχίζει με την εμφάνιση της ήβης και τελειώνει με την πλήρη σωματική και ψυχολογική ωρίμανση του ατόμου. Τα χαρακτηριστικά της εφηβείας ( από το video : Η αλφαβήτα της εφηβείας): Άγχος για τις πολλές δραστηριότητες που έχουν, για τους βαθμούς τους, για την σχέση των γονέων τους, βαρεμάρα για την εκτέλεση των υποχρεώσεων τους, συγκρούσεις με τους γονείς τους, άγχος για την εικόνα του σώματος τους, έντονη αγωνία για την εξωτερική τους εμφάνιση, γιατί δίνουν μεγάλη σημασία στην εμφάνιση τους. Επίσης, ζηλεύουν το ταίρι τους, υπερεκτιμούν τις δυνάμεις τους και εκδηλώνουν συχνά θυμό, εκφράζονται με κλάματα, νιώθουν μοναξιά, όπου και να βρίσκονται, δεν αισθάνονται άνετα με το ύψος τους, αισθάνονται λύπη όταν αποχωρίζονται κοντινούς τους ανθρώπους, αντιμετωπίζουν κινδύνους εθισμού σε απαγορευμένες ουσίες.

Θέλουν να μεγαλώσουν γρήγορα, κάνουν μεγάλα όνειρα για το μέλλον, θέλουν να είναι αποδεχτοί από τους συνομήλικους τους, χρησιμοποιούν το τηλέφωνο για πολλές ώρες, έχουν απορίες για την στιγμή που θα έχουν την πρώτη τους σεξουαλική επαφή, θέλουν να ανήκουν σε μια παρέα, τους αρέσει να διασκεδάζουν, μαθαίνουν να λένε ψέματα, βλέπουν πολύ Ιντερνέτ. Μέσα από την εφηβεία ωριμάζουν και οδηγούνται στην ενήλικη ζωή. Απόσπασμα από κείμενο της Μπογιατζή Ελένης-Ιωάννας και Κουκουνά Παγώνας-Δήμητρας.

Η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδος της ζωής. Αντιμετωπίζεις πολλές αλλαγές στην ζωή σου. Η συμπεριφορά σου, ο εαυτός σου, ο τρόπος σκέψης σου, το σώμα σου όλα αυτά αλλάζουν. Θα κοιτάζεσαι στο καθρέφτη και θα νομίζεις ότι είσαι άσχημο, ανίκανο άτομο και θα ρωτάς τον εαυτό σου «Εγώ είμαι αυτό το πράγμα;»

Οι οικογενειακές σχέσεις αλλάζουν κατά την εφηβεία. Οι νέοι που βρίσκονται στο μεταβατικό αυτό στάδιο χρειάζονται την αγάπη, την υποστήριξη, την ενθάρρυνση και την προσοχή των γονιών τους. Ο τρόπος που θα βιώσει και θα διαχειριστεί κάθε έφηβος τις αλλαγές αυτές εξαρτάται από το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Συναισθήματα όπως ο θυμός, η άρνηση, ο φόβος, η ανασφάλεια, το άγχος, η απογοήτευση, η ανεξήγητη οργή κατέχουν κεντρικό ρόλο στην ψυχολογία του εφήβου. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας το άτομο βρίσκεται σε αναζήτηση της ταυτότητας του, του ρόλου του, έχει ανάγκη να ανεξαρτητοποιηθεί, να απομακρυνθεί συναισθηματικά από τους γονείς και να αναπτύξει την αυτονομία του. Θεωρούν ότι όλοι τους παρακολουθούν και τους κρίνουν για ότι κάνουν.

Τι μπορούμε άραγε, ως έφηβοι, να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε πιο εύκολα τις δυσκολίες που έχουμε στις διαπροσωπικές σχέσεις ή στην επικοινωνία με τους γονείς μας;

Νίκος Προβατίδης, Α4

Η διαφορετικότητα του καθενός γίνεται συχνά αφορμή για έντονες διαφωνίες που οδηγούν σε ρήξη, χωρίς να μπορούμε πάντα να προσδιορίσουμε τους πραγματικούς λόγους που μαλώνουμε. Οι σχέσεις με τους γονείς μας, έχουν καθοριστική επιρροή στη ψυχική μας υγεία. Οι δεσμοί αυτοί παρέχουν στο παιδί αγάπη, σταθερότητα και ιδιαίτερα η σχέση με την μητέρα, γιατί μπορεί πιο εύκολα να καταλαβαίνει και να παρεμβαίνει βοηθώντας το παιδί να διαχειριστεί τα αισθήματα του καθώς μεγαλώνει και να νιώθει ασφάλεια.

• Θα πρέπει να μιλάμε ειλικρινά με τους γονείς μας ότι και να συμβαίνει και να προσπαθούμε να βρούμε λύση όλοι μαζί.

• Θα πρέπει να σκεφτόμαστε τα συναισθήματα και των άλλων σε μια συζήτηση, δεν είναι σημαντικά μόνο τα δικά μας.

Η εφηβεία του Λουκά , Νίκος Προβατίδης, Α4

Ο Λουκάς παρατηρεί αλλαγές στο σώμα του: ατσούμπαλος, άγαρμπο βάδισμα, χέρια χιμπατζή, πρόσωπο με σπυράκια, μουστακάκι. Επίσης, παρατηρεί αλλαγές στις σκέψεις του: άσχημος ενώ μέχρι πρότινος ήταν χαριτωμένος, τα μπλε του μάτια που είναι συμπαθητικά και τα παρατηρεί με θαυμασμό, δεν τα θέλει και δεν του αρέσουν πια, γιατί μοιάζουν με των γονιών του, βαριέται πολύ.

Παρατηρεί αλλαγές και στις σχέσεις του με τους γονείς του. Νιώθει θυμό, βλέπει τους γονείς του ως υποκριτές, συμφεροντολόγους. Τον θυμώνουν όπως φέρονται στον αδερφό του.

Ο πατέρας του είναι ήσυχος και διακριτικός. Η μητέρα είναι τρομερή και δυνατή παρουσία που κανένας δεν τολμούσε να της πει κάτι.

Η σχέση του με τον αδελφό του, τον Θοδωρή: του φέρεται άσχημα αλλά μια το μετανιώνει μια του περνάει αλλά πάντα καταλήγει να τον σκέφτεται με αγάπη. Από την άλλη το καταλαβαίνει πως του φέρονται άδικα (ρούχα παλιά του Λουκά, παιχνίδια παλιά του Λουκά κ.α.).

Ο Λουκάς ονειρεύεται τη μέρα που θα την φέρει στους γονείς του και δεν θα είναι πια το καλό παιδί, που μόνο αυτό τους νοιάζει. Θέλει να τους κάνει να ντρέπονται γι’ αυτόν, όπως κι αυτός ντρέπεται για εκείνους. Νιώθει να πνίγεται και να μην τον καταλαβαίνει κανείς και να μην τον προσέχει κανείς. Ούτε αν κοιμάται, αν σταμάτησε να παίζει μουσική, αν σταμάτησε να ζωγραφίζει. Μόνο ο παππούς του και η αφηγήτρια του τον σκέφτηκαν και τον υπερασπίστηκαν.

Κατερίνα Μουτάκη, Α3

Ο Λουκάς έχει ανάμεικτα συναισθήματα για την οικογένειά του. Άλλες φορές νιώθει ότι αγαπάει τον αδερφό του και άλλες δεν τον αντέχει. Νιώθει περίεργα με την εικόνα του και με τον εαυτό του. Ντρέπεται, όταν λένε καλές κουβέντες γι αυτόν. Θυμώνει εύκολα με τους γονείς τους και μετά στεναχωριέται για την συμπεριφορά του. Αισθάνεται ότι όλα αλλάζουν γύρω του, αλλάζει και ο ίδιος κι αυτό είναι κάτι που αναστατώνει τον ψυχισμό του.

Μπόσμου Δέσποινα, Α3

Ο Λουκάς βλέπει τον εαυτό του άσχημο. Δεν του αρέσουν κάποια σημεία του χαρακτήρα του και της εμφάνιση του που είναι όμοια με των γονιών του. Στον ήρωά μας δεν αρέσουν οι ενήλικες, δεν αντέχει την υπερβολή τους, τον καταπιέζουν και δεν τον αφήνουν ανεξάρτητο. Νευριάζει, όταν του λένε να μην λέει ψέματα ενώ οι ίδιοι λένε ψέματα μπροστά του. Γενικότερα του Λουκά δεν του αρέσει η συμπεριφορά των ενηλίκων προς αυτόν.

Για τον ήρωα μας η εφηβεία είναι μια δύσκολη διαδικασία, γιατί δεν έχει κάποιον δίπλα του, μόνο τον παππού του που αυτός είναι μακριά και δεν έχει με ποιον να μιλήσει για τα προβλήματα του, τα οποία τα πνίγει μέσα του και με τον μικρό του αδερφό δεν είναι πια τόσο κοντά.

Χαρακτηρισμός προσώπων του βιβλίου ΄΄Το χοροστάσι της γης΄΄από

την Αμαλία Καρατσιόλη Ίκαχον, Α3

Στο μυθιστόρημα αυτό, στο πρώτο κεφάλαιο πρωταγωνιστούν πολλά

πρόσωπα όπως:

Η κυρία Νίτσα, η μητέρα του Λουκά

Από το πρώτο κεφάλαιο που διάβασα, κατάλαβα ότι η κυρία Νίτσα θέλει να είναι όλα τέλεια. Ειδικά στην καθαριότητα. Δείχνει, κιόλας, περισσότερη αγάπη στον Λουκά παρά στον Θοδωρή, δηλαδή, στον αδελφό του Λουκά κάτι που κανένας γονιός δεν πρέπει να το κάνει αυτό.

Μερικές φορές έβρισκε την ευκαιρία να το σκάει από την δουλειά της κάνοντας την άρρωστη. Φυσικά δείχνει το κακό παράδειγμα στα παιδιά της. Τους λέει να είναι συνεπείς και να λένε πάντα την αλήθεια κάτι που αυτή δεν κάνει. Μιλάει για τα παιδικά της χρόνια και για άλλες προσωπικές της στιγμές. Πάντως το κακό είναι πως η σχέση μεταξύ των γονιών της δεν ήταν καλή, γιατί κι αυτοί συμπαθούσαν περισσότερο τον αδελφό της και την άφηναν σε κρίσιμες στιγμές μόνη της. Με αποτέλεσμα και έχει πληγωθεί και τραυματιστεί τόσο, να κάνει τα ίδια χωρίς να το καταλαβαίνει και να το θέλει στα παιδιά της. Γιατί δεν τα ενθαρρύνει και το χειρότερο, δεν την νιώθουν ποτέ στο πλάι τους.

Τον πατέρα του Λουκά

Ο πατέρας του Λουκά είναι ένας ήσυχος άνθρωπος που νοιάζεται για τα παιδιά του. Αλλά μερικές φορές προσφέρει περισσότερη αγάπη στον Λουκά. Παίρνοντας τον στην δουλειά του και προσφέροντας του κεράσια, αλλά δεν είναι σίγουρο πως το κάνει αυτό μόνο στον Λουκά, προς το παρόν. Του αρέσει να διαβάζει βιβλία, είναι καλός στην δουλειά του, αλλά μένει πρόσθετες ώρες χωρίς να πληρώνεται, γιατί δεν αντέχει την γκρίνια της κυρίας Νίτσας, γιατί δεν έχουν και την καλύτερη σχέση μεταξύ τους. Βέβαια, είναι αρνητικό ότι δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τα παιδιά του, δεν τα προστατεύει ψυχολογικά από τους καβγάδες της οικογένειας. Κιόλας δεν θέλει και δεν μπορεί να την προσεγγίσει την κυρία Νίτσα που βάζει τα παιδιά να της ζητήσουνε κάτι που εκείνος θέλει και δεν τολμά. Ο πατέρας του Λουκά είναι ένας άνθρωπος τίμιος, ευσυνείδητος, έντιμος και ένα από τα θετικά του είναι πως τον έχουν μεγαλώσει έτσι, με την σκέψη ότι το δίκαιο με κάποιον τρόπο κυριαρχεί, ενώ το άδικο στο τέλος τιμωρείται.

Κύριος χαρακτήρας ο Λουκάς

Ο Λουκάς είναι ένα παιδί που έχει μπει στην εφηβεία με πολλές ερωτήσεις. Δεν αντέχει την υπερβολή και τις αντιδράσεις των γονιών του, λέγοντας στον εαυτό του ότι έχει σχέση μακρινή με τους γονείς του και δεν είναι ψέματα. Σιχαίνεται την υποκρισία τους και δεν θέλει να τους μοιάσει. Ζηλεύει τον μικρό του αδελφό, τον Θοδωρή που δεν μοιάζει εξωτερικά με τους γονείς τους. Έχει απομακρυνθεί από τον αδελφό του λόγω της εφηβείας και τον διώχνει μακριά. Αλλά νιώθει και λίγο άσχημα για αυτόν γιατί δεν του έδιναν γενικά σημασία και έμενε μόνος του μερικές φορές, επειδή οι γονείς του συνηθίζουν να σχολιάζουν συνέχεια θετικά και αρνητικά τις κινήσεις του. Αυτό τον κάνει να προσπαθεί να πνίξει τον θυμό του και να ντρέπεται για τον εαυτό του. Έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με την οικογένεια την ξαδέρφης του περνάει καλύτερα από ότι με την δική του και αυτό τον κάνει να ζηλεύει πολύ και τη καλή σχέση που έχουν οι γονείς της ξαδέρφης του μεταξύ τους.

Ας εστιάσουμε σε σας …Είναι ωραίο να μεγαλώνει κανείς, να γίνεται έφηβος; Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζετε σε αυτό το ηλικιακό στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεστε;

Μαρία Μουμουλίδου, Α3

Για εμένα αυτό το ηλικιακό στάδιο, η εφηβεία είναι λίγο περίεργο. Αρχικά, είναι αρκετά ωραία, γιατί περνάς ωραία με τους φίλους σου, έχεις συνήθως πολύ ελεύθερο χρόνο κτλ. Όμως, κάποιες φορές η κακή σχέση με τους γονείς σου και άλλα μπορεί να σε φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση. Για να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε τις σχέσεις με τους γονείς μας καλό θα είναι σε όλους μας τους τσακωμούς να μπαίνουμε στην θέση τους και να σκεφτούμε γιατί γίνεται αυτό. Αν η κατάσταση είναι λίγο πιο σκληρή, θα ήταν καλό να κάνετε μια συζήτηση με όλα τα άτομα της οικογένειας.

Αν ήμουν στην θέση του Λουκά, θα έκανα μια συζήτηση με τους γονείς μου. Εάν αυτό δεν βοηθούσε κάπου, θα έκανα σωστά τις υποχρεώσεις μου, χωρίς να ξεχνώ και τα δικαιώματα μου, αγνοώντας τους. Αυτή δεν είναι και η καλύτερη λύση ,όμως, εγώ δεν θα είχα τόση υπομονή όσο ο Λουκάς.

Μουτάκη Κατερίνα, Α3

Από την πρώιμη εφηβεία ως και την ύστερη ενήλικη ζωή, καλούμαστε να δώσουμε έναν εσωτερικό αγώνα παλεύοντας με συναισθήματα που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε , να αξιολογήσουμε και να διαχειριστούμε. Συναισθήματα όπως ο θυμός, η άρνηση, ο φόβος, η ανασφάλεια, το άγχος , η απογοήτευση, η ανεξήγητη οργή. Στον μακρύ κατάλογο συγκαταλέγονται και οι επιδόσεις στο σχολείο, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι συγκρούσεις με τους γονείς, η σωματική ανάπτυξη, ο φόβος για το μέλλον κ.α. Για εμάς τους εφήβους πολύ σημαντική είναι και η εξωτερική εμφάνιση.

Αλεξάνδρα Σπιριντονίντι, Α4

Προσωπικά η εφηβεία δεν είναι και τόσο ωραία. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε είναι στο να βρούμε τον εαυτό μας, να βρούμε τι μας αρέσει, τι αγαπάμε, αλλά και με τι νιώθουμε ασφαλείς. Έχουμε πολλές ανασφάλειες για το μέλλον. Φοβόμαστε μην μας κριτικάρουν για το σώμα μας ή για οτιδήποτε άλλο. Αλλάζει ο χαρακτήρας μας, το σώμα μας και η σκέψη μας.

Δώστε το δικό σας τέλος στην ιστορία που διαβάζετε…

Ναουμίδης Θανάσης, Α3

Πιστεύω πως ο Λουκάς δεν θέλει να κάνει τα ίδια λάθη με των γονιών του προς τα παιδιά του, οπότε δεν νομίζω να κράτησε κακία στους γονείς του επειδή δεν ήταν απλά οι τέλειοι γονείς και επίσης πιστεύω πως κατάλαβε το πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις και να πρέπει πάντα να είσαι καλός με τα παιδιά σου. Στο διαφορετικό τέλος της ιστορίας … ο Λουκάς όταν μεγάλωσε ,ακόμα κρατάει κακία στους γονείς του και πως αυτός θα κάνει τα ίδια λάθη με τους γονείς του και ποιος ξέρει; Μπορεί αυτό να γίνεται από γενιά σε γενιά, ξανά και ξανά….

Ηλιάνα Τσολάκη, Α4

Πιστεύω ότι στο τέλος ο Λουκάς θα είναι μεγάλος και θα ξεκόψει από τους γονείς του και από την τοξική τους συμπεριφορά, επίσης πιστεύω ότι η σχέση του με τον Θοδωρή θα φτιάξει και μαζί θα καταφέρουν να απομακρυνθούν από τους δικούς τους . . . Επίσης πιστεύω ότι θα προσπαθήσει πάρα πολύ να μην φέρεται στα παιδιά του, όπως του φέρονταν οι δικοί του γονείς.

Γράψτε ένα email ή κάντε μία βιντεοκλήση, ή μια επιστολή στο Λουκά εκφράζοντας σκέψεις σας, τα συναισθήματά σας , προτάσεις παρατηρήσεις…Να εκφράσετε τη συμπαράστασή σας ή τη διαφωνία σας.

Βάλια Μανώλα, Α3

«Φίλε μου Λουκά, με το που κλείσαμε το τηλέφωνο, ένιωσα μία βαθιά θλίψη για αυτά που μου είπες. Ξέρω πολύ καλά πως νιώθεις. Ξέρω πώς είναι να μην σε καταλαβαίνουν, να μη υπολογίζουν τις δικές σου ανάγκες και να σου επιβάλλουν συμπεριφορές, για να νιώσουν εκείνοι καλύτερα. Πρέπει όμως, η κατάσταση αυτή να εξομαλυνθεί. Πρέπει να βρεθεί μία λύση, αλλιώς το χάσμα μεταξύ σας θα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ. Κάπως έτσι το σκέφτηκα, το «φιλοσόφησα» θα έλεγα και τα πράγματα με τους δικούς μου είναι πολύ καλύτερα. Σου προτείνω λοιπόν, να μιλάς ελεύθερα, να εκφράζεσαι. Στην αρχή, δεν έχει σημασία για ποιο θέμα, απλά να λες στους δικούς σου για τη μέρα σου, το πώς πέρασες, τι έκανες για να περάσει η μέρα σου, τι σου είπαν και τι σε πειράζει, κάποιο σχόλιο θετικό ή αρνητικό, αν κάτι σου είπε ένας καθηγητής, κάτι που δεν καταλαβαίνεις σε ένα μάθημα. Έτσι, θα ανοίξεις έναν δίαυλο επικοινωνίας. Θέλουν και οι δικοί σου να νιώσουν ότι είναι μέσα στη ζωή σου, μέρος της, όχι έξω. Σιγά-σιγά θα μπεις σε ποιο ουσιαστικά θέματα. Μίλα τους για τις αλλαγές στο σώμα σου, για την ένταση που κάποιες φορές νιώθεις, και δεν μπορείς να την εκδηλώσεις σωστά. Εξήγησέ τους πως οι εποχές έχουν αλλάξει πια, για κάποια πράγματα που ίσχυαν στο παρελθόν, στη δική τους εποχή δεν ισχύουν τώρα. Δώσε τους να καταλάβουν λίγο τη νέα εποχή, βάλε τους στο κλίμα. Μη φοβάσαι όμως, δεν θα σε κρίνουν άμα ξέρεις ότι σε αγαπούν πραγματικά, θα σε συγχωρέσουν ότι κι αν έχεις κάνει. Τέλος, πρέπει να κατανοήσουν οι γονείς σου ότι τους αγαπάς και ότι τους σέβεσαι. Εκείνοι να ξέρεις σε αγαπούν απεριόριστα και ανιδιοτελώς, πρέπει ,όμως, να συνειδητοποιήσουν ότι παρόλο που θέλουν να σου μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση τους, δεν μπορούν να σε προστατεύσουν από όλα. Πρέπει να σε αφήσουν να κάνεις και λάθη, τα δικά σου λάθη, για να μάθεις από αυτή τη διαδικασία. Δυστυχώς, δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να σε εμπιστευτούν. Με αυτό το τρόπο θα βρεθείτε πιο κοντά, ουσιαστικά πιο κοντά και δεν θα νιώθεις να σε πλακώνει το ταβάνι κάθε φορά που μπαίνεις στο σπίτι σου. Προσπάθησε να θυμάσαι ότι οι δικοί σου είναι εκεί για σένα, δεν θα είναι για πάντα όμως, οπότε εκμεταλλεύσου το χρόνο που έχεις μαζί τους… Προσπάθησε να τους ενώσεις. Όλοι βασίζονται σε σένα και στις αποφάσεις σου. Ελπίζω να σε βοήθησα!!!»

Leave a Comment