Μια λογοτεχνική ματιά σε όσα ακούμε, βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε. Με αφορμή το «Ζητείται ελπίς» του Α. Σαμαράκη, που μελετήσαμε στο μάθημα της Λογοτεχνίας, ψηλαφίσαμε με τη δική μας οπτική και το δικό μας λόγο τα σύγχρονα προβλήματα.  Έτσι γεννήθηκαν τα δικά μας διηγήματα. Τα δημοσιεύουμε ?σε συνέχειες

“Τι πάει στραβά;” από τη Θεοδώρα Τσιούρβα

Περίμενε τόσο καιρό αυτή τη μέρα. Από τότε που το είχε κανονίσει μετρούσε τις μέρες. Τις ώρες. Τα λεπτά. Σαν παιδί που προσμένει τον Άη Βασίλη να του φέρει τα δώρα και μαζί μ?αυτά την αθωότητα και την ελπίδα για άλλη μια χρονιά. «Μαμά, θα έρθει, ε;». «Λες να με ξεχάσει;». «Αν χαθεί στο δρόμο μαμά;».

Οι ίδιες ερωτήσεις του απασχολούσαν το μυαλό με μια μικρή διαφορά.Ότι τώρα δεν περίμενε τον Άη Βασίλη και ότι δεν είχε τη μαμά του, για να τον καθησυχάσει. Να κάτι που δεν εκτιμάει κανείς ως παιδί. Πάντα έχεις τη μαμά τόσο κοντά σου, για να μοιράζεσαι μαζί της οτιδήποτε κουράζει το παιδικό σου μυαλουδάκι, ανεξάρτητα πόσο ασήμαντο μπορεί να φαίνεται στους άλλους.

Είχε φτάσει νωρίτερα από το άγχος του να μην αργήσει. 22 λεπτά της ώρας νωρίτερα για την ακρίβεια. 5:38  διάβασε στο κινητό του, μόλις κάθισε στο τραπέζι του καφενείου. Από μικρό παιδί ερχόταν σε αυτό τον καφενείο. Εδώ είχε δοκιμάσει τον πρώτο του καφέ, εδώ είχε γνωρίσει τον κολλητό του πριν 6 χρόνια, εδώ είχε δοκιμάσει για πρώτη φορά αλκοόλ, εδώ επίσης είχε προσποιηθεί ότι δοκίμαζε αλκοόλ για πρώτη φορά με τον μπαμπά του, έξι μήνες αργότερα. Εδώ, εδώ, εδώ… Όλα αυτά τα «εδώ» του έδιναν μια αίσθηση οικειότητας, ίσως και ασφάλειας. Για αυτό διάλεξε αυτό το μέρος. Ήλπιζε ότι η αίσθηση αυτή θα κατάφερνε να σκουπίσει τις σταγόνες του ιδρώτα από το μέτωπό του. Θα σταματούσε το πόδι του να μην κουνιέται νευρικά.Θα του ζέσταινε τα τρεμάμενα, παγωμένα χέρια, που δεν ήταν παγωμένα από το κρύο…

Διάλεξε το αγαπημένο του τραπέζι. Τόσες αναμνήσεις είχε μοιραστεί με τους καλοντυμένους κυρίους που κοιτούσαν από τα ξύλινα κάδρα, τα οποία ήταν πάντα κρεμασμένα λίγο στραβά (δεν είχαν καρφώσει σωστά τα καρφιά οι μάστορες, έλεγε η κυρία Τασία). Τόσοι διάλογοι κρυμμένοι ανάμεσα στις σελίδες του καταλόγου. που ήταν απλωμένες πάνω στο τραπέζι. Τα γράμματα τους είχαν ξεβάψει λίγο με τα χρόνια… Δεν τον ενδιέφερε όμως γιατί, τις είχε μάθει πια απέξω?

Μόλις τον αντιλήφθηκε η κυρία Τασία τον πλησίασε και τον ρώτησε:«Το συνηθισμένο;» με το γνωστό της καλοπροαίρετο χαμόγελο, που ήταν σαν κρεμασμένο από τα λακάκια στα μάγουλά της. Αυτός της έγνεψε, πήγε να ανοίξει το στόμα του για να της μιλήσει, αλλά δίστασε. Η κυρία Τασία το κατάλαβε και κοντοστάθηκε. «Κυρία Τασία, περιμένω κάποιον…», ψιθύρισε. «Θα ήθελα να παραγγείλουμε μαζί, αν σας είναι εύκολο, εννοείται».Κοίταζε χαμηλά, σαν να πίστευε πως, αν δεν την κοιτούσε στα μάτια, δεν θα έβλεπε που κοκκίνισαν τα μάγουλά του. Η κυρία Τασία του έκλεισε το μάτι και ξαναμπήκε στην κουζίνα με πλατύτερο χαμόγελο από ότι πριν, με τη γάτα του μαγαζιού, τη Μαρία, να μπερδεύεται στα πόδια της. Μάλλον ζητιάνευε φαγητό.

Άνοιξε ξανά το κινητό του για να δει την ώρα. 5:42 έγραφε με μεγάλα άσπρα γράμματα. Μόνο τόση λίγη ώρα είχε περάσει; Άρχισε να αγχώνεται. Οι ίδιες ερωτήσεις τον ταλαιπωρούσαν ακόμα. «Θα έρθει ε; Λες να με ξεχάσει, να χάθηκε στο δρόμο;».Για να ξεχαστεί άνοιξε το κινητό του και πάτησε την πρώτη ειδοποίηση, που εμφανίστηκε στη φωτεινή οθόνη. Ήταν εκείνο το site που είχε γίνει συνδρομητής πριν κάτι μήνες. Ζήτημα να το είχε επισκεφθεί τρεις φορές. Ήταν όμως αρκετό, για να του τραβήξει την προσοχή. Πριν αρχίσει να διαβάζει, κοίταξε την πόρτα. Κλειστή και δεν φαινόταν κανένας απέξω. Έχωσε το πρόσωπό του στο κινητό. Το λευκό φως τού φώτισε τα χαρακτηριστικά, τα μάγουλά του πλέον δεν ήταν τόσο κόκκινα αλλά δεν μπορούσε να κρύψει την έκφρασή του, γεμάτη ανυπομονησία, άγχος και απομεινάρια ντροπής, που του είχε αφήσει η συνομιλία του με την κυρία Τασία.

«Στα Τέμπη οι αγρότες έκλεισαν και τα δύο ρεύματα της εθνικής». Ο πρώτος τίτλος. Εντάξει, σκέφτηκε, διεκδικούν τα δικαιώματά τους, δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς. Κοίταξε την πόρτα, πάλι κανένα σημάδι. Συνέχισε. «Κατάρρευση γέφυρας, 6 νεκροί. 6; 6 είναι πολλοί… «Σεισμός 7,8 ρίχτερ στην Κίνα». Πόσα ρίχτερ; «Αυτοκτονία 14χρονης». Μόνο 14; Γιατί να θέλει να πεθάνει ένα 14χρονο παιδί; Εγώ είμαι πιο μεγάλος… Σήκωσε το βλέμμα του και το έστρεψε στην είσοδο. Ήταν ακόμη φωτισμένος από το άσπρο φως του κινητού. Τα μάγουλά του πλέον είχαν χάσει το κόκκινο χρώμα τους. Ακόμα κανείς την πόρτα. 5:54 η ώρα. Πότε πέρασαν δέκα λεπτά;

Φτάνει τόσο η αρχική σελίδα, πάμε στα κοσμικά, εκεί θα είναι πιο «ελαφριές» οι ειδήσεις, ευελπιστεί. «Διάλυση γνωστού θεατρικού θιάσου λόγω οικονομικών προβλημάτων». Πόσοι άνθρωποι να έχασαν τη δουλειά τους άραγε ;«Έφυγε από τη ζωή η ζωγράφος και φιλάνθρωπος Νίκη Γουλανδρή». Την είχε ακουστά μόνο αλλά και πάλι, μεγάλη γυναίκα ήταν, πρέπει να είχε συγγενείς και φίλους. Πώς θα νιώθουν άραγε;

Πλέον είχε σταματήσει να κοιτάζει συνεχώς στην πόρτα και να διαβάζει κάθε τρεις και λίγο την ώρα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει έξω μα δεν έδειχνε να το έχει καταλάβει. Το φως στο πρόσωπό του πιο έντονο από ποτέ τόνισε τα χαρακτηριστικά του. Η έκφρασή του δεν έδειχνε ανυπομονησία πια αλλά τρόμο. Τα μάγουλα, που ήταν προηγουμένως κόκκινα από έξαψη έμοιαζαν πλέον με το χαρτί του καταλόγου ,που βρισκόταν μπροστά του. Έμοιαζε άρρωστος. Τα εκφραστικά του ματιά που πριν από λίγο τινάζονταν με το παραμικρό ερέθισμα και στρέφονταν στην πόρτα, έμοιαζαν να κοιτάζουν,μα δεν έβλεπαν. Έκρυβαν πίσω τους χιλιάδες γραναζάκια τα οποία δούλευαν σαν να τα είχαν κουρδίσει τώρα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Τα γρανάζια προσπαθούσαν να βρουν τι πάει στραβά. «Τι πάει στραβά με τον κόσμο;» Αναρωτήθηκε.

Γίνεται κάποιο λάθος στη διοίκηση; Ο κόσμος κάνει λάθος; Οι πολιτικοί κάνουν λάθος; Μήπως όλοι έχουν συμβάλλει σε αυτό; Τους έβαλαν μια εργασία πάνω σε αυτό στο πανεπιστήμιο… «Διοίκηση και λαός. Σύμμαχοι ή συνένοχοι;»Δεν την είχε ξεκινήσει ακόμα, ίσως θα έπρεπε. Χρειαζόταν κάτι να του δώσει μια απάντηση. Τι πάει στραβά; Ποιος είναι ο υπαίτιος; Ποιος φταίει;Υπάρχει λόγος να αναζητούμε τον ένοχο; Υπάρχει λόγος να ελπίζουμε; Γιατί να κλείσει το θέατρο; Γιατί να μην μπορούν να ζήσουν οι αγρότες από τη γη τους; Γιατί να αυτοκτονούν 14χρονα παιδιά; Γιατί τόσες ανθρώπινες ζωές θυσία στη γέφυρα; Γιατί να σπίτια γκρεμίζονται σαν τραπουλόχαρτα από έναν σεισμό; Γιατί ο καθένας βυθισμένος στις δικές του σκέψεις; Γιατί; Γιατί;

Ακούμπησε κάτω το κινητό του. Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. Το βλέμμα του πιο κενό από ποτέ. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν κατάλαβε ότι ήταν πλέον πολύ σκοτεινά, ούτε ότι τον κοιτούσε η κυρία Τασία με ένα μπερδεμένο βλέμμα προσπαθώντας να καταλάβει τι έπαθε. Η γυναίκα άναψε τα φώτα. Αυτός τινάχτηκε. Τον πλησίασε.

«Δεν πειράζει, αν δεν ήρθε ακόμα.Έχουμε ώρα μπροστά μας…» του είπε με την πιο γλυκιά φωνή που μπορούσε να βγάλει και τον χάιδεψε στον ώμο. Την κοίταξε.Έμοιαζε σαν να τον είχε ξυπνήσει από λήθαργο.

«Μα δεν είναι αυτό…»

«Τότε τι;»τον ρώτησε κυρία Τασία.

«Εσείς έχετε;»

«Τι να έχω καρδούλα μου; Δεν σε καταλαβαίνω». Το ύφος της έδειχνε ότι ανησυχούσε πολύ. Τον κοιτούσε σαν να ήταν άρρωστος. Σήκωσε το χέρι της σαν να ήθελε να το βάλει στο μέτωπό του για να δει αν έχει πυρετό αλλά αυτός την σταμάτησε.

«Ελπίδα, κυρία Τασία, εσείς έχετε Ελπίδα;»

“Πικρός ο καφές ?” από την Αφροδίτη Mικρόπουλου

Καινούργια μέρα ξημέρωσε και πάλι. Ήμουν χαρούμενη, γιατί ήταν αργία και δεν είχαμε σχολείο. Σηκώθηκα, έκανα καφέ, άνοιξα τον υπολογιστή και άρχισα να διαβάζω τα προτεινόμενα επίκαιρα θέματα και τις ειδήσεις,που είχαν εμφανιστεί στο κάτω μέρος του περιηγητή. Ήμουν προετοιμασμένη ότι τα νέα δεν θα? ταν καλά. Άλλωστε πόσες ευχάριστες ειδήσεις να υπάρχουν σε μία χώρα που αντιμετωπίζει οικονομική κρίση!

Ήπια λίγο καφέ και άρχισα την ενημέρωσή μου. Ειδήσεις που έλεγαν για την ανεργία, τη μετανάστευση νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, για περικοπές στις συντάξεις? Και οι εκπρόσωποι του λαού, που βρίσκονται στη Βουλή, τι κάνουν για αυτό; Αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι; Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται εκεί μόνο για την καρέκλα. Τι να πεις όμως! Έτσι έχει η κατάσταση. Εάν εμείς οι απλοί πολίτες δεν ξεσηκωθούμε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας, τόσο αυτοί θα μας εκμεταλλεύονται και θα μας θεωρούν «πρόβατα».

Καθώς συνέχιζα να διαβάζω,βρέθηκα μπροστά σε μία τρομοκρατική επίθεση, που συνέβη στη Θεσσαλονίκη. Το άρθρο έγραφε πως η φωτιά προήλθε από εμπρησμό με σκοπό το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ευτυχώς δεν είχε θύματα, σκέφτηκα.

Παρακάτω, ξεκίνησα την ανάγνωση ενός άρθρου, με θέμα το βιασμό και τη δολοφονία μιας φοιτήτριας με αναπηρία στη Ρόδο από ένα 19χρονο και έναν 23χρονο. Ο ένας από τους δύο υποστηρίζει πως είναι αθώος και πως ο φίλος του προσπάθησε να του φορτώσει ευθύνες για τη δολοφονία. Ο ίδιος όμως λέει ότι γνώριζε το περιστατικό και πως έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Ο 19χρονος συνήθιζε να συχνάζει έξω από το ειδικό σχολείο. Ακόμα και έτσι να είναι όμως, πώς προσπαθείς να δικαιολογηθείς ενώ κάλυπτες έναν άνθρωπο που έκανε τέτοιες αρρωστημένες και αισχρές πράξεις; Τι να πεις και για αυτούς τους ανθρώπους; τραγική και θλιβερή η κατάσταση!

«Βαριά» μου ήρθαν τα νέα πρωινιάτικα! Κάτι πιο «ελαφρύ»;Καθώς συνεχίζω την περιήγηση σε ιστοσελίδες, βρίσκομαι μπροστά στα λεγόμενα κουτσομπολίστικα άρθρα, που αφορούν κυρίως διάσημους ηθοποιούς, τραγουδιστές αθλητές, εκπομπές, παιχνίδια, μεγάλες εκδηλώσεις που συμβαίνουν στον κόσμο. «Χωρισμός βόμβα» έγραφε ένα άρθρο.  «Η τάδε χώρισε με τον τάδε». «Δεύτερο παιδί για την οικογένεια γνωστού ηθοποιού», έλεγε παρακάτω. «Ο αγαπημένος σε όλους μας αθλητής αποχώρησε από τον αγώνα λόγω σοβαρού τραυματισμού», διάβασα στο τελευταίο άρθρο.

Ξαφνικά μία εικόνα εμφανίστηκε μπροστά μου. Κατά λάθος είχα πατήσει και άνοιξε ένας φάκελος με παλιές φωτογραφίες, δικές μου και της οικογένειάς μου. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε μια φωτογραφία τραβηγμένη την Πρωτομαγιά, στην οποία εγώ και οι αδερφές μου φορούσαμε λουλουδένια στεφάνια στο κεφάλι και στα χέρια κρατούσαμε λουλούδια. Και χαμογελούσαμε με κείνο το πλατύ κι αθώο χαμόγελο! Χαμογέλασα αυθόρμητα κι έσκυψα να «μας δω» καλύτερα. Αναπόλησα εκείνες τις μέρες που είχα μεγαλώσει λίγο και έβγαινα έξω χωρίς τη συνοδεία των γονιών μου. Τότε που παίζαμε στα πάρκα μέχρι αργά το βράδυ. Ωραίες μέρες… Τώρα, αν βγεις έξω, θα συναντήσεις τους νέους στα ίντερνετ καφέ ή θα τους δεις με το κινητό στο χέρι. Αντί να συζητούν μεταξύ τους προτιμούν να συζητούν με κάποιον άγνωστο ή ακόμα και μεταξύ τους μέσω μηνυμάτων ή να κάνουν chat, παρόλο που βρίσκονται μαζί, στον ίδιο χώρο.

Ύστερα από την ανάγνωση όλων αυτών των ειδήσεων, κάθισα και αναλογιστικά πόσο λυπηρό είναι, αν σκεφτείς ότι είμαστε στον 21ο αιώνα και εμείς οι άνθρωποι αντί να πορευόμαστε μαζί και να μοιραζόμαστε την αγάπη και την ειρήνη στον κόσμο, σκορπίζουμε το χάος, τον πανικό και την ένταση. Δεν παλεύουμε για την παγκόσμια ειρήνη. Αντίθετα προκαλούμε διαμάχες και πολέμους. Δεν προβληματιζόμαστε για διάφορες αρνητικές καταστάσεις που επικρατούν κι αν προβληματιζόμαστε για μια στιγμή, γρήγορα τις ξεχνάμε. Ασχολούμαστε και εθιζόμαστε στην τεχνολογία, όπως για παράδειγμα παρακολουθώντας ” τέλειες ” ταινίες και φανταζόμαστε τον εαυτό μας σαν τους ήρωες των ταινιών αυτών. Προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τα προβλήματα της καθημερινότητας δημιουργώντας φανταστικά σενάρια τέλειων καταστάσεων,   αγνοώντας ή καμιά φορά αποδεχόμενοι τις επιπτώσεις.

Τελείωσε ο καφές. Ώρα να βγω έξω να αντιμετωπίζω τον πραγματικό κόσμο και όχι αυτόν το μισό ψεύτικο που παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης. Τι λες, θα έρθεις μαζί μου;

Leave a Comment