Με αφορμή τη λογοτεχνία μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή; Θα μπορούσε να εξελιχθεί αλλιώς η ιστορία του διηγήματος της Έλλης Αλεξίου «Όμως ο  μπαμπάς δεν ερχόταν» ή μήπως όχι; Μικροί και μικρές συγγραφείς από το Β1 και το Β4 προσπαθούν…

Από τη Σταυρούλα Πετρίδου

ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΛΑ :Αχ μαμά τι όμορφη που είναι η κούκλα στη βιτρίνα, θα την αγοράσουμε ;

ΜΑΜΑ: Υπομονή Αγγελικούλα, μου υπομονή?

ΠΕΤΡΟΣ: Μαμά τι όμορφος που είναι ο σιδηρόδρομος. Θα μου τον αγοράσεις αν είμαι καλό παιδί ;

ΜΑΜΑ: Υπομονή Πέτρο μου, υπομονή, θα γυρίσει ο μπαμπάς και τότε?

ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΛΑ: Μανούλα πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς να πάρουμε τα παιχνίδια μας ;

ΜΑΜΑ :Υπομονή Αγαπημένοι μου θα γυρίσει και θα τα πάρετε?

Ο Πέτρος κοιτούσε με απορία την αδερφή του και τη μητέρα του χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται. Αισθανόταν πως στο τέλος θα έπρεπε να ξεχάσουν τα ωραία παιχνίδια που ονειρεύονταν να αγοράσουν. Οι μέρες περνούσαν και ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Κάθε μέρα επαναλαμβανόταν το ίδιο σύνηθες, βαρετό, κουραστικό τροπάριο, οι ίδιες ερωτήσεις, τα ίδια και τα ίδια. Ο Πέτρος και η Αγγελικούλα περνούσαν καθημερινά από αυτήν τη φανταχτερή βιτρίνα και κοιτούσαν και ποθούσαν με λαχτάρα αυτά τα πολύτιμα και πανάκριβα παιχνίδια. Όνειρα αυτά τα παιχνίδια ήταν! Δύο ανεκπλήρωτα όνειρα, τόσο σημαντικά για τα δύο αδερφάκια! Μπορούσαν να ενώσουν δύο κόσμους, που ήταν αντιμέτωποι. Τον κόσμο της εξαθλίωσης, της οδύνης και  του πολέμου με τον κόσμο της ειρήνης και της ευτυχίας. Θα ένωναν αυτή τη διαλυμένη οικογένεια. Θα λείαιναν τις γωνίες της δύσκολης καθημερινότητας. Θα ξεδιαλύνουν την ομίχλη και θα δημιουργούσαν μια ελπίδα στο μουντό, καταθλιπτικό και άκρως επικίνδυνο περιβάλλον των παιδιών. Τα παιδιά περίμεναν λοιπόν, μέρες, μήνες, χρόνια, τον πατέρα τους. Δεν το ξανάδαν όμως ποτέ.  Μετά τη λήξη του πολέμου πολλά παιδιά καταλήγουν χωρίς όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Αυτή θα ήταν λοιπόν και η μοίρα των δύο παιδιών! Έχασαν τον πατέρα τους και μετά από λίγο τη μητέρα τους. Είχαν μείνει πια αβοήθητα μικρά πλάσματα μόνα στο σκληρό και άδικο κόσμο!

Δάφνη Γκόγκα

Οι μέρες περνούσαν και ο πατέρας δεν έλεγε να γυρίσει από την εξορία. Τα δυο αδέρφια συνέχιζαν να πηγαίνουν στην οδό Αιόλου και να χαζεύουν το σταματημένο πια σιδηρόδρομο στη βιτρίνα. Κάποια μέρα ο καταστηματάρχης άνοιξε την πόρτα και είπε στα παιδιά: «Βλέπω ότι έρχεστε συχνά πυκνά εδώ. Τι συμβαίνει; Θα μου πείτε τι είναι αυτό που σας αρέσει στη βιτρίνα;» Τα παιδιά κοιτάχτηκαν και ο Πέτρος κομπιάζοντας απάντησε : «Όλα είναι ωραία, αλλά ο σιδηρόδρομος είναι το κάτι άλλο! Περιμένουμε να έρθει ο πατέρας μας από την εξορία, μήπως και μπορέσει να μας τον αγοράσει.

«Ελάτε μέσα να τον δείτε καλύτερα, μην ντρέπεστε».

«Μα γιατί σταμάτησε να δουλεύει;» ρώτησε απορημένος ο Πέτρος.

«Άκουσε αγόρι μου. Τα παιχνίδια ζωντανεύουν μόνο στα χέρια των παιδιών. Είμαι σίγουρος ότι αν τον πάρετε στα χέρια σας, θα αρχίσει να δουλεύει όπως και πριν. Κι εγώ στεναχωριέμαι να τον βλέπω έτσι σταματημένο. Για αυτό λοιπόν θέλω να σας τον χαρίσω. Πείτε ότι σας τον αγόρασε ο πατέρας σας. Αλλά να θυμάστε ένα πράγμα. Άνθρωποι σαν τον πατέρα σας δίνουν τα πάντα για να έχουμε όλοι μία καλύτερη ζωή. Τα παιδιά Δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Ήταν αλήθεια αυτό που του συνέβαινε; «Μισό λεπτό να σας τον  βάλω στο κουτί και είναι δικός σας», είπε ο καταστηματάρχης. «Και όταν με το καλό γυρίσει ο πατέρας σας, φωνάξτε με να πιούμε ένα καφεδάκι όλοι μαζί», είπε συγκινημένος.

Λάζαρος Σταυρίδης

Μα οι μέρες περνούσαν και η Πρωτοχρονιά πλησίαζε. Σστην αλλαγή του χρόνου το κάθε παιδί άνοιξε το δώρο που έγραφε το όνομα του κάτω από το στολισμένο δέντρο. Τα παιδιά νόμιζαν πως το τρενάκι ήταν μόνο ένα και θα το έπαιρνε όποιος προλάβαινε να το αγοράσει πρώτος. Το αθώο μυαλουδάκι τους δεν μπορούσε να σκεφτεί πως δεκάδες όμοια είχαν φτιαχτεί για να δώσουν χαμόγελο στα παιδιά και κέρδος βέβαια στα ταμεία των καταστημάτων. Αυτό δεν τους απασχολούσε καθόλου, καθώς έσκιζαν το περιτύλιγμα των κουτιών.

Το αδύνατο αγοράκι με τα χεράκια του τρεμάμενα αγκάλιασε τον ώμο του πατέρα του, που του πήρε το υπέροχο τρενάκι. Ο γιος του καθηγητή χώθηκε στην αγκαλιά του μπαμπά του, έχοντας ένα σχηματισμένο χαμόγελο όσο έβλεπε το τεράστιο κουτί του τρένου. Το τρίτο αγοράκι δεν ήξερε ποιον από τους θείους του να αγκαλιάσει και να φιλήσει, για να δείξει τη χαρά του για το πανέμορφο τρένο. Τη μεγαλύτερη όμως χαρά την είχε ο Πέτρος. Στις 12 τα μεσάνυχτα ακριβώς, καθώς άλλαζε ο χρόνος, άκουσε την πόρτα να χτυπάει και η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Από τη μια είχε τρομάξει και από την άλλη είχε μεγάλη ελπίδα πως ήταν ο μπαμπάς του. Προς μεγάλη του έκπληξη μπρος στην πόρτα στεκόταν ένας άντρας γεροδεμένος αλλά πολύ ταλαιπωρημένος. Τα μάτια όλων γέμισαν δάκρυα χαράς και το γέλιο σκέπασε κι έσβησε όλες τις πίκρες που είχαν περάσει.  Ο μπαμπάς του είχε γυρίσει και στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο κουτί. Γεμάτος αγωνία άνοιξε το κουτί και τα μάτια του έγιναν τεράστια από έκπληξη. Ο σιδηρόδρομος ήταν δικός του. Απίστευτη χαρά κι ευτυχία. Κι  η Αγγελικούλα όμως δεν άφηνε από την αγκαλιά της τον μπαμπά, αλλά το έκανε για να ανοίξει το δικό της κουτί. Δεν ήταν τόσο μεγάλο αλλά έκρυβε μέσα του την κούκλα που κουνούσε τα χέρια και το κεφάλι της. Η μητέρα ήταν ευτυχισμένη μετά από πολύ καιρό. Ζούσε τη στιγμή που τόσες και τόσες φορές είχε ζήσει στο όνειρό της και ήταν τόσο υπέροχη που νόμιζε ότι ονειρευόταν ξανά. Όχι, ήταν αλήθεια. Ο μπαμπάς ήταν εδώ!

 Μπελίντα Χασάνι

Κι όμως ένας χρόνος πέρασε και ο πατέρας άφαντος. Οι περισσότεροι είχαν ανταμωθεί με τις οικογένειές τους, όμως από την οικογένεια της Αγγελικούλας και του Πέτρου κάποιος έλειπε. Κάποια στιγμή η μητέρα των παιδιών έμαθε το λόγο της απουσίας του και η καρδιά της έσπασε σε χίλια κομμάτια. Τα συναισθήματα εκατομμύρια, όμως η χειρότερη στιγμή ήταν όταν έπρεπε να ανακοινώσει στα παιδιά το θάνατο του πατέρα τους. Δεν κατάφερε να τους το πει τελικά.

Ούτε τότε που έλαβε το γράμμα, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε ποτέ. Έμεινε ένα φρικτό μυστικό καλά κρυμμένο στην καρδιά της για χρόνια. Τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά δεν περίμεναν πια. Η μητέρα σε μεγάλη πλέον ηλικία, λίγο πριν ξεψυχήσει,  μίλησε στα παιδιά για το θάνατο του πατέρα τους, όταν αυτά ήταν ακόμη μικρά παιδάκια. Τα παιδιά, μεγάλα πια, δεν είπαν τίποτα, ίσως γιατί ήλπιζαν ότι θα ήταν ψέματα. «Πέτρο αγόρι μου, είπε η μητέρα, στο συρτάρι εκείνο είναι ο σιδηρόδρομος που αγαπούσες και πάντα ήθελες. Σε σένα Αγγελικούλα μου έχω να δώσω την ευχή μου, για το κοριτσάκι που κρύβεις μέσα σου και την αγαπημένη σου κούκλα, για να την δώσεις στο μωρό σου.  Τα παιδιά αποχαιρέτησαν τη μητέρα τους με μεγάλη στεναχώρια. Κατάλαβαν τη θλίψη της τόσα χρόνια. Ίσως και να την ευχαρίστησαν που δεν τους αποκάλυψε το τραγικό μυστικό της, όταν ήταν μικρά.

Γιώργος Παπαδόπουλος

Οι μέρες περνούσαν και ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Το βράδυ πήραμε όλα τα χρήματα, που μαζέψαμε τις προηγούμενες μέρες και πήγαμε να αγοράσουμε φαγητό για το βραδινό τραπέζι. Όταν τελειώσαμε με τα ψώνια, γυρίσαμε σπίτι και ξεκινήσαμε τις ετοιμασίες: η μαμά άρχισε το μαγείρεμα κι εμείς στολίσαμε το παλιό μας χριστουγεννιάτικο δέντρο. Καθίσαμε στο τραπέζι με βαριά καρδιά. Κάποιος έλειπε?Όταν τελειώσαμε, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για ύπνο. Ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε, όταν ξαφνικά μέσα στη νύχτα ακούσαμε την πόρτα να χτυπά. Η μαμά τρομαγμένη πήγε να δει τι συμβαίνει. «Πέτρο, Αγγελική, ελάτε γρήγορα. Ο μπαμπάς σας γύρισε». Αμέσως πεταχτήκαμε από το κρεβάτι και τρέξαμε στην αγκαλιά του πατέρα μας. Ήμασταν τόσο χαρούμενοι εγώ και η αδερφή μου, που ξεχάσαμε μέχρι και το σιδηρόδρομο! Περάσαμε όλη τη νύχτα ακούγοντας ιστορίες από την εξορία. Πού  έμενε, που δούλευε, πώς ζούσε. Την επόμενη μέρα πήρε εμένα και την αδερφή μου και μας πήγε στο κατάστημα παιχνιδιών για να αγοράσουμε το σιδηρόδρομο. Εγώ ήμουν κατενθουσιασμένος. Έπιασα στα χέρια μου το κουτί και αφού πήγαμε στο σπίτι αρχίσαμε να το συναρμολογούμε. Από τη στιγμή που ξεκίνησε δεν ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να τον βλέπω να κάνει συνέχεια κύκλους, να ταξιδεύει η φαντασία, να με κάνεις να νιώθω σαν οδηγός τρένου. Δεν ήθελα να σταματήσει να ανεβοκατεβαίνει, να περνάει μέσα απ΄ το τούνελ, να σφυρίζει? Όλα τα ωραία πράγματα όμως δεν κρατούν για πάντα! Όταν επιστρέψαμε στο σχολείο, διαπίστωσα πως κανένα ένα άλλο παιδί δεν είχε πάρει δώρο το σιδηρόδρομο, αν και όλα το ονειρεύονταν. Κάποιος πήρε για δώρο πουλόβερ, άλλος γραφική ύλη για το σχολείο και ένας άλλος πανωφόρι, που το χρειαζόταν.  Ήταν τελικά οι πιο ευτυχισμένες μου διακοπές.

Δέσποινα Βασμαδά

Μετά τα συγκινητικά λόγια της μητέρας, οι μέρες πλέον περνούσαν, μήνες, χρόνια. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, και αναγνώριζαν την κατάσταση. Η τελευταία ελπίδα τους όμως να γυρίσει ο πατέρας τους είχε σβήσει. Η εικόνα του είχε διαγραφτεί από το αθώο μυαλό των παιδιών.

Η μητέρα τους ήταν πλέον ανήμπορη να ??ξαναχτίσει?? μια ζωή για αυτήν και τα παιδιά της, με ό,τι ??κομμάτια??  της είχαν απομείνει, αφού η υγεία της βρισκόταν σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Δεν μπορούσε πια να καθησυχάζει τα παιδιά της πως, ίσως, μια μέρα θα γυρνούσε ο πατέρας.

Κάποια μέρα, η Αγγελικούλα και ο Πέτρος είχαν πάει στην οδό Αιόλου για να ζητιανέψουν, να καταφέρουν να μαζέψουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν για να πάρουν φάρμακα στην άρρωστη μητέρα τους. Εκείνη δεν είχε πάει μαζί τους. Ήταν στο σπίτι, τυλιγμένη με κουβέρτες και μπαλωμένα φτωχικά ρούχα. Ξαπλωμένη σ? ένα στενό κρεβάτι ,δίχως να μπορεί να σηκωθεί, να φάει, να πιεί, να μιλήσει. Μα τα παιδιά ακόμα εκεί.

Οι ώρες περνούσαν κι αυτά κάθονταν στον δρόμο. Κανείς όμως δεν γυρνούσε το βλέμμα του σ΄αυτά, κανένας περαστικός. Μόνο ένας περίεργος άντρας, στην απέναντι μεριά του δρόμου, ένας μεγάλος κύριος με μαύρα βρώμικα ρούχα, κοιτούσε επίμονα τα δύο παιδιά. Με περιέργεια στο βλέμμα του, πλησίασε τα παιδιά και προσπαθούσε να τα περιεργαστεί. «Αγγελικούλα, Πέτρο!»  φώναξε με λαχτάρα ο περίεργος άντρας. Μα? ναι,? ναι αυτός ήταν, ο περίεργος άντρας με τα μαύρα βρώμικα ρούχα, αυτός είναι ο μπαμπάς!

Τα παιδιά σηκώθηκαν από το πεζούλι και έτρεξαν στην αγκαλιά του. Ο πατέρας τους έδειξε μία παλιά φωτογραφία τους, «Μα πόσο μεγαλώσατε!» φώναξε. Η Αγγελικούλα τράβηξε τον πατέρα της από το μανίκι και τον οδήγησε στο σπίτι τους. «Η μαμά θα χαρεί τόσο πολύ όταν σε δει» φώναξε ο Πέτρος γεμάτος χαρά.

Τρέχοντας λοιπόν και οι τρείς έφτασαν στην ξύλινη πόρτα του σπιτιού. Ο πατέρας την άνοιξε με δύναμη και όλοι μαζί πήγαν στο κρεβάτι της ταλαιπωρημένης μητέρας. « Δες μαμά, δες, ήρθε!. Τώρα θα γίνεις καλά» είπε η Αγγελικούλα.

Ο πατέρας γονάτισε στο πάτωμα και χάιδεψε τα μαλλιά της μητέρας, κρατώντας της σφιχτά το χέρι. Μα αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει, μήτε να κουνηθεί. Έμεινε να τον κοιτά και ένα δάκρυ χαράς κύλισε από τα κόκκινά της μάτια. Ο πολυαγαπημένος της σύζυγος την φίλησε στο μέτωπο και αυτός με δάκρυα στα μάτια ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. Το κεφάλι της μητέρας είχε γύρει στο μαξιλάρι. Τα κόκκινά της μάτια έκλεισαν και το χέρι της βρισκόταν στην χούφτα του συντρόφου της.

Η Αγγελικούλα και ο Πέτρος παραξενεύτηκαν « Μαμά, μην κοιμάσαι τώρα! Ήρθε ο μπαμπάς!». «Ίσως είναι κουρασμένη, ας την αφήσουμε λίγο να ξεκουραστεί , θα πάμε αύριο, όλοι μαζί, μια βόλτα!», ψιθύρισε ο μπαμπάς?

Κωνσταντίνος Γωνιάδης

Μια συνηθισμένη μέρα, που ο Πέτρος και η Αγγελικούλα παίζαμε κυνηγητό, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Τα παιδιά έτρεξαν να ανοίξουν για να δουν ποιος είναι. Ανοίγοντας την πόρτα εμφανίστηκε μπροστά τους ένας ψηλός κύριος με στολή. Τους ρώτησε πού βρίσκεται η μητέρα τους γιατί ήθελε να της παραδώσει ένα γράμμα. Τα παιδιά ρώτησαν στη συνέχεια τη μητέρα τους, περισσότερο από περιέργεια, τι έγραφε το γράμμα. Η μητέρα αφού το άνοιξε, τους είπε πως ο πατέρας του έφυγε από την εξορία, είναι ελεύθερος και πολύ σύντομα θα γυρίσει στο σπίτι. Τα παιδιά και η μητέρα μέσα στη χαρά και στην αγωνία περίμεναν λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα, αλλά ο μπαμπάς δεν ερχόταν.

Οι μέρες περνούσαν και τα παιδιά υποψιάζονται πως κάτι κακό είχε συμβεί. Τότε έγινε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Μια  μέρα χτύπησε η πόρτα δυνατά. Άνοιξαν  και ήταν πάλι ο ταχυδρόμος. Ο ταχυδρόμος όμως τους φώναξε κοντά και τους είπε: «Ελάτε εδώ». Τα παιδιά πλησίασαν χωρίς να βγάλουν άχνα. «Πάρτε αυτά τα χρήματα, είναι από τον πατέρα σας», τους είπε. Το μυαλό των δύο παιδιών πήγε κατευθείαν στο σιδηρόδρομο. Ο ταχυδρόμος όμως δεν φαινόταν και πολύ χαρούμενος. Έδωσε δύο γράμματα στη μητέρα και της είπε: «Διαβάστε τα, όταν θα είστε μόνη. Αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία του άντρα σας», έσκυψε το κεφάλι και έφυγε βιαστικός. Η μητέρα πήγε σε μία γωνιά μόνη της και άνοιξε το ένα από τα δύο γράμματα. Ήταν από την εξορία και έλεγε πως λόγω βόμβας το τρένο, στο οποίο είχε επιβιβαστεί ο άντρας της, ανατινάχτηκε. Βουρκωμένη εκείνη έτρεξε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Μετά από καιρό άνοιξε και το δεύτερο γράμμα, περισσότερο από περιέργεια. Το γράμμα ήταν από τον άντρα της και βρέθηκε στην τσέπη του σακακιού του. Έλεγε: «Σου στέλνω αυτά τα χρήματα για να μεγαλώσεις τα παιδιά μας».

 Αλεξάνδρα Ανθοπούλου

Οι μέρες περνούσαν και κανένα σημάδι από τον πατέρα των παιδιών. Τα Χριστούγεννα όπως και το Πάσχα είχαν περάσει και η μόνη γιορτή που πλησίαζε ήταν τα γενέθλια του μικρού Πέτρου. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να δει τον πατέρα του. Την ημέρα εκείνη ένα δέμα βρέθηκε στο κατώφλι του σπιτιού τους. Με μεγάλη περιέργεια τα παιδιά το άνοιξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αντικρίζοντας με έκπληξη ένα μικρό τρενάκι. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Καθώς απολάμβαναν το παιχνίδι, η Αγγελικούλα παρατήρησε ένα μικρό λαχανί χαρτάκι δίπλα από το σκισμένο χαρτί περιτυλίγματος. Χωρίς δισταγμό το άρπαξε και άρχισε να το διαβάζει. Εκείνη την ώρα ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του μικρού κοριτσιού. Ο πατέρας της έστειλε ένα τρενάκι ελπίζοντας ότι τον αγαπούν και δεν τον ξέχασαν ακόμη.

Αφροδίτη Δανιηλίδου

Οι μέρες περνούν ο μπαμπάς όμως δεν γυρνάει. Ο χρόνος κυλάει. Έχουν περάσει τρία χρόνια από αυτά τα Χριστούγεννα. Ο Πέτρος και η Αγγελικούλα έχουν μεγαλώσει πλέον και έχουν καταλάβει ότι ο μπαμπάς τους δεν θα γυρνούσε. Την προηγούμενη εβδομάδα η μαμά αρρώστησε βαριά. Σήμερα είναι πολύ χειρότερα. Δεν κατάφερε ούτε καν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τα παιδιά έπρεπε να φέρουν γιατρό και μάλιστα σύντομα. Έτσι βγήκαν να ζητιανεύουν για άλλη μία φορά. Τους πήρε δύο εβδομάδες να μαζέψουν τα χρήματα που χρειάζονταν για να καλέσουν τον γιατρό. Τον πήραν λοιπόν τηλέφωνο και τους είπε ότι το βράδυ θα ήταν εκεί. Στις 8 ακριβώς χτυπάει το κουδούνι. Τα παιδιά ανοίγουν την πόρτα και βλέπουν δίπλα από τον γιατρό έναν ψηλό άντρα. Τους φάνηκε παράξενο αλλά δεν έδωσαν σημασία, ίσως ήταν βοηθός του γιατρού. Οδήγησαν τους δύο άντρες στο δωμάτιο της μαμάς. Μόλις είδε η μαμά τον άντρα, προσπάθησε να βγάλει μία κραυγή αλλά δεν τα κατάφερε. Όταν τα παιδιά είδαν την αντίδραση της μαμάς τους, έτρεξαν κοντά της και τη ρώτησα τι συμβαίνει. Η μόνη λέξη που κατάφερε να πει ήταν : «ο πατέρας σας» και μετά λιποθύμησε. Τα παιδιά κοίταξαν στα μάτια τον άνδρα χωρίς να χρειαστεί να πουν λέξη. Τα μάτια τους τα έλεγαν όλα. Έτρεξαν στην αγκαλιά του φωνάζοντας: «Επιτέλους γύρισες».

Ελένη Γυριχίδου

Πέρασαν οι γιορτές όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Ο σιδηρόδρομος δεν είχε αγοραστεί ακόμη. Τα παιδιά ήταν απογοητευμένα αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Δεν είχαν πολλά χρήματα και όσο ο καιρός περνούσε τα χρήματα ήταν λιγότερα. Μία μέρα τα δύο αδέρφια, ο Πέτρος και η Αγγελικούλα, πέρασαν από το μαγαζί που πουλούσε το σιδηρόδρομο. Ήταν ακόμα εκεί! Ήθελαν τόσο πολύ να τον αγοράσουν! «Θα μας το πάρει ο μπαμπάς της σύντομα», είπε ο Πέτρος όμως η Αγγελικούλα δεν απάντησε. Το επόμενο πρωί η μαμά και τα δύο παιδιά κάθονταν στο σπίτι όταν ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε ο Πέτρος. Ήταν ένας κύριος που δεν τον ήξεραν. «Μαμά», φώναξε. Η μαμά μόλις είδε τον κύριο δεν πίστευε στα μάτια της! Ήταν ο άντρας της! Τον αγκάλιασε και τον φίλησε αμέσως. Τα παιδιά κατάλαβαν ποιος ήταν ο κύριος και χωρίς δισταγμό έτρεξαν στην αγκαλιά του. Επιτέλους ο πατέρας τους είχε γυρίσει! Τα παιδιά δεν ήθελαν πια να αγοράσουν το σιδηρόδρομο, γιατί κατάλαβαν ότι ο πατέρας τους δεν είχε φέρει χρήματα. Όμως ήταν τόσο ευτυχισμένα! Ο σιδηρόδρομος δεν αγοράστηκε ποτέ, όμως η επιστροφή του πατέρα προκάλεσε μία μεγάλη αλλαγή στη ζωή των παιδιών και της μητέρας. Όλη η οικογένεια έζησε ευτυχισμένοι για πολλά πολλά χρόνια!

 

 

Leave a Comment