Από τον Ιωάννη Κεσμήρη

 

Η άνοιξη ήρθε με το τέλος του Χειμώνα και μαζί της έφερε τη φτώχεια στην οικογένεια του νεαρού Τιμ, του οποίου οι παππούδες είχαν μετακομίσει για άγνωστους λόγους σε εκείνη τη χώρα. Δεν ήταν τυχαίο που ο πατέρας του δεν ήταν στα καλά του, αφού το αφεντικό του του έβαζε τις φωνές για ψύλλου πήδημα στην ταβέρνα που δούλευε. Ο πατέρας του ήταν όμως ανήμπορος ν? αλλάξει δουλειά. Η οικογένεια του Τιμ ήταν φτωχή, μετά τη μείωση του μισθού του πατέρα και την απόλυση του από τη δεύτερη δουλειά που έκανε το απόγευμα.

Μια μέρα που ο πατέρας γύρισε στο φτωχό σπίτι της οικογένειας δεν έφερε μαζί του το μεροκάματο του. Η μητέρα τον πλησίασε ήρεμα και τον ρώτησε ευγενικά που ήταν τα λεφτά του. Αυτός αναστέναξε και εξήγησε στην μητέρα ότι τον λήστεψαν. Η μητέρα σοκαρίστηκε και τον ρώτησε για λεπτομέρειες, όμως εκείνος απάντησε στις πρώτες ερωτήσεις, αλλά στις επόμενες άρχισε να φωνάζει και να χτυπιέται χωρίς να της απαντά.

Το επόμενο πρωινό, καθώς ο Τιμ ήταν στον δρόμο για το σχολείο, περνούσε έξω από το καφενείο της γειτονιάς όπου καθόταν, κάτι τύποι που γελούσαν και έπιναν σε ένα τραπέζι. Σε μια στιγμή, ένας από αυτούς κοίταξε τον Τιμ και του είπε «Να πεις στον πατέρα σου να μας φέρει τα λεφτά μέχρι σήμερα το βράδυ εντάξει;». Ο Τιμ έφυγε για το σχολείο τρέχοντας, σοκαρισμένος. Μέσα στο μάθημα δε μπορούσε να προσέξει στον πίνακα, όσο σκεφτόταν εκείνα τα λόγια. Το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι φοβισμένος. Δεν μίλησε στον πατέρα του για εκείνο το θέμα, γιατί φοβόταν να μην τον μαλώσει. Το απόγευμα ο πατέρας του έφυγε για την δουλειά του και αποχαιρέτησε την οικογένεια του. Αργότερα, αφού η μητέρα και ο Τιμ δεν συνήθιζαν να περιμένουν τον πατέρα, πέσανε για ύπνο.

Το επόμενο πρωί, η μητέρα ξύπνησε και κατάλαβε ότι ο πατέρας δεν ήταν σπίτι. Η πόρτα χτύπησε και η μητέρα την άνοιξε. Είδε έναν γείτονα, που με μισόλογα καιυπονοούμενα κατάφερε να της αποκαλύψει ότι ο άντρας της δολοφονήθηκε από κάποιον, πιθανότατα λόγω χρέους. Της είπε ότι ο δολοφόνος αγνοείται. Ο Τιμ την ώρα εκείνη ήταν ακόμη στο σχολείο. Το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι και κατάλαβε ότι έλειπαν και οι δύο του γονείς. Έφτασε το βράδυ και ο Τιμ άρχισε να πεινάει και οι γονείς του δεν είχαν επιστρέψει. Αφού δεν είχαν κάτι για να φάνε στο σπίτι, πήρε την φυσαρμόνικα του και βγήκε, για να μαζέψει λεφτά να φάει. Πήγε στο υπαίθριο καφενείο και άρχισε να παίζει την φυσαρμόνικα. Αφού μάζεψε κάποιο μικρό ποσό, κάθισε σε μια καρέκλα στην αυλή του σπιτιού του απέναντι από το καφενείο.

Εκεί δεν είχε κάτσει άλλοτε, γιατί οι γονείς του καθόταν εκεί το βράδυ και εκείνος δεν είχε την ευκαιρία να δει το νυχτερινό τοπίο από εκεί. Η ανησυχία του μικρού ήταν έντονη, αλλά ντροπαλός όπως ήταν, προτίμησε να κλειστεί στη σιωπή του και να παρακολουθεί τις εικόνες στο καφενείο και στο δρόμο μπροστά του. Τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό έλαμπαν και στο βάθος φαινόταν τα σπίτια και η εκκλησία.

Στο καφενείο πάλι, είχε πολύ κόσμο. Οι κουβέντες τους και οι θόρυβοι του δρόμου έφταναν μέχρι τα αυτιά του. Εκτός από την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε το καφενείο στο νυχτερινό τοπίο, κάποια άτομα περνούσαν από το δρόμο βιαστικά και άλλα στέκονταν και συζητούσαν. Ένα όμορφο ανοιξιάτικο βράδυ με χαρούμενες φωνές τριγύρω, με όμορφες μυρωδιές λουλουδιών στον αέρα και τα τραπεζάκια στο δρόμο να θυμίζουν την απλότητα της άνοιξης. Όλα ήταν όπως στον πίνακα του ζωγράφου. «Τιμ, απόλαυσε αυτήν τη βραδιά, αυτή την όμορφη εικόνα, γιατί αύριο το πρωί θα τα μάθεις όλα»?

O πίνακας ?Open Air Cafe? ζωγραφίστηκε το 1888 από τον Vincent Van Gogh και απεικονίζει ένα υπαίθριο καφέ τη νύχτα στο Arles.

Leave a Comment