Από τον Ιωάννη Κεσμήρη
 
Έναστρη νύχτα του Vincent Van Gogh. Ο πίνακας απεικονίζει ένα νυχτερινό τοπίο από ένα σημείο, με θέα σε ένα χωριό. Στον ουρανό παρατηρείται αστρική σκόνη που προέρχεται από τα νέφη του γαλαξία μας της Γαλακτώδους οδού.

Ξεκίνησα τη βόλτα μου στις έντεκα το βράδυ. Θα ανεβαίναμε στο ξέφωτο που έχει πολύ ωραία θέα στο χωριό, μαζί με τον Orion. Ήμαστε παιδικοί φίλοι και ξέραμε καλά το σημείο αυτό, γιατί ανεβαίναμε κάθε εβδομάδα με παρέα ή χωρίς. Αυτή τη φορά θα ήμαστε όλη η παρέα μαζί να διασκεδάσουμε και να μιλήσουμε για καμία ώρα και αμέσως μετά, θα γυρνούσαμε στο χωριό.

Έφτασα στο σπίτι του Orion και χτύπησα την πόρτα να μου ανοίξει, όμως δεν πήρα ανταπόκριση. Χτύπησα άλλη μια φορά και περίμενα απάντηση, καθώς κοιτούσα τον κόσμο να περνά και να μιλάει ο ένας με τον άλλον. Άκουγα τις χαλαρές συνομιλίες τους για τη χαρούμενη αυτή βραδιά. Αν και σκοτεινός ο δρόμος πλημμύριζε εκείνη την ώρα από το πλήθος. Τότε η ξύλινη πόρτα του Orion άνοιξε και αυτός μου είπε βιαστικός: «Πάμε;». «Πάμε» απάντησα γελαστός και ξεκινήσαμε για το ξέφωτο που θα συναντούσαμε τους άλλους.

Μετά από ένα περίπου μισάωρο φτάσαμε στην κορυφή και εκεί μας περίμεναν οι υπόλοιποι της παρέας. Αρχίσαμε να μιλάμε αφού είχαμε την ησυχία μας και μπορούσαμε πια σαν παρέα να αναλύσουμε αυτά που μας απασχολούσαν εκείνο τον καιρό.

Εγώ, αντί να συμμετέχω στην συζήτηση κοιτούσα τη θέα στο χωριό που από εκεί πάνω φαινόταν μικρότερο και σαν πιο φωτεινό από άλλες φορές. Σαν να υπήρχαν φλόγες που το φώτιζαν. Παραξενεύτηκα. «Γιατί δεν μιλάς;» με ρώτησε ο Orion. «Δεν έχω κάτι να πω» του απάντησα για να μην ανησυχήσω την παρέα. Από το χωριό συνήθως ο ουρανός φαινόταν κατάμαυρος χωρίς αστέρια. Εκείνη την στιγμή είχε λίγα σύννεφα και έτσι τίποτα δεν ξεχώριζε από πίσω τους. Τότε ξαφνικά το φεγγάρι κρύφτηκε, το γιγάντιο σύννεφο άρχισε να υποχωρεί από τα μάτια μου και εμφανίστηκε μπροστά μου ένας τεράστιος άξονας που έμοιαζε με σύννεφο, αλλά δεν το είχα δει ποτέ στο δικό μας ουρανό. Έμοιαζε με σμήνος ανέμων που ταξίδευαν όλοι μαζί με καράβι, μια κηλίδα γάλακτος. Το θέαμα ξεπρόβαλε από το σκοτάδι μαζί με γιγαντιαία αστέρια. Όλα μαζί έδιναν φως στο σημείο που εγώ καθόμουν και κοιτούσα για αρκετή ώρα. Η παρέα μόλις είδε το θέαμα αυτό απόρησε με την ομορφιά του. Άρχισαν να ρωτάνε ο ένας τον άλλον «Τι είναι αυτό; Μήπως ξέρετε;»

Επειδή και εγώ ο ίδιος δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό που έβλεπα εδώ και αρκετά λεπτά, θυμήθηκα το θείο μου που αστρονόμος ο ίδιος, κάποτε είχε συνεργαστεί με κορυφαίους συναδέλφους του για να διατυπώσουν θεωρίες για τη μορφή του Γαλαξία μας. Έτσι κατεβήκαμε τρέχοντας με τον Orion από το ξέφωτο, ώστε να πάμε στο σπίτι του θείου για να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό το ξαφνικό «θαύμα» στον ουρανό μας.

Όταν φτάσαμε λαχανιασμένοι στο χωριό, αντικρίσαμε μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι με κουβάδες στα χέρια. Φλόγες έβγαιναν από παντού. Είχε ξεσπάσει πυρκαγιά από ένα σπίρτο που απ? ότι μάθαμε αργότερα, που έπεσε στα ξερά χόρτα κάτω από τα πλατάνια της πλατείας του χωριού! Πολλά σπίτια είχαν καταρρεύσει. Στο σπίτι του θείου μου η πόρτα ήταν ανοιχτή και είδαμε καπνούς να βγαίνουν από μέσα. Μπήκα στο σπίτι και πανικόβλητος τον αντίκρισα να προσπαθεί να απαλλαγεί από τα ρούχα του που είχαν αρπάξει φωτιά. Φωνάζοντας βγήκε έξω τρέχοντας στη βρύση της πλατείας. Το θέαμα όμως στον ουρανό τον σταμάτησε επιτόπου. Σαν να μην καιγόταν πια, κοίταξε ψηλά και είδε το νέφος που θα του έλεγα να ερευνήσει? Ξέχασε ότι καιγόταν. Στεκόταν ακίνητος θαυμάζοντας με μισό χαμόγελο. Τρέξαμε πίσω του προσπαθώντας να σβήσουμε τις φλόγες του. Σχεδόν πάλευε να μας απομακρύνει ενώ το βλέμμα του ήταν κολλημένο στον ουρανό. «Χαίρομαι που έζησα να το δω αυτό!» είπε και έπεσε κάτω μέσα στις φλόγες.

Αν και έκανα καιρό να αντιμετωπίσω τη λύπη μου από γεγονός της φωτιάς και το άδοξο τέλος του θείου μου, σκέφτηκα ότι η αγάπη του για τον ουρανό, θα ήταν άδικο να σβήσει έτσι. Έπρεπε να κάνω κάτι, ώστε αρκετός κόσμος να θυμάται τις ανακαλύψεις του για πολλά χρόνια από την εποχή που έζησε. Δεν είχα επιστημονικές γνώσεις, δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για γαλαξίες και αστέρια. Είχα όμως την εμπειρία της νύχτας εκείνης και θυμόμουν πάντα το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα του προς το φαινόμενο εκείνης της βραδιάς. Έτσι ζωγράφισα έναν πίνακα. Μια ζωγραφιά που απεικόνιζε το θέαμα που δεν ξαναείδα στη ζωή μου, από το ξέφωτο εκείνο που δεν μπόρεσα ξανά να επισκεφτώ.

«Στο σύμπαν», έλεγε ο θείος μου, «για να δημιουργηθεί κάτι, κάτι άλλο εξαφανίζεται». Δεν ξέρω τί εξαφανίστηκε στον ουρανό εκείνη τη νύχτα. Κατάλαβα όμως, ότι η αγάπη του για τα ουράνια που του στέρησε τη ζωή, δημιούργησε σε μένα τον πόθο να ζωγραφίσω την ανάμνησή μου. Έτσι γεννήθηκε αυτός ο πίνακας.

– Πιστεύεις ότι πέτυχα να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη του?

 

Leave a Comment