Aπό τις Αγνή Καλαϊτζή και Έλενα Ζαχαριάδου
Μία διασκεδαστική ιστορία για μικρούς και μεγάλους, η οποία έχει ως στόχο να ξεφύγει από το συνηθισμένο. Χαρακτηρίζεται από κωμικοτραγικές καταστάσεις, μεγάλη δόση χιούμορ και τρέλας, αλλά και πολύ μαγεία, θέλοντας έτσι να τονίσει ότι τα προβλήματα της καθημερινότητας μας, μας έχουν γίνει εμμονή και επηρεάζουν τις κινήσεις, τις σκέψεις, το υποσυνείδητο και τα όνειρά μας. Οι δύο αδερφές ταξιδεύουν σε περιέργους κόσμους θέλοντας να ξεφύγουν από τη ρουτίνα και τις έγνοιες, συναντάνε όμως πολλά εμπόδια και περίεργες καταστάσεις, που συμβολίζουν τα ?φαντάσματα? της πραγματικότητας.

Όλα τα παραμύθια πάνε από το καλό στο κακό και πάλι στο καλό. Το δικό μας όμως πήγε από το κακό στο χειρότερο και πάλι στο κακό. Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ, όταν δύο αδερφές -που τυχαίνει να είμαστε εμείς οι δύο- μετά από έναν μεγάλο καβγά έπεσαν για ύπνο θυμωμένες και στεναχωρημένες. Δεν ήξεραν όμως τι τους περίμενε. Μόλις έκλεισαν και οι δύο τα μάτια τους βρέθηκαν, την ίδια χρονική στιγμή, στον ίδιο τόπο, στο ίδιο όνειρο. Βρέθηκαν σε ένα καράβι. Ήταν μεγάλο και τρικάταρτο και δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που πήγαν κρουαζιέρα το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήταν σαν αυτά που ταξίδευαν παλιά στις θάλασσες και το οποίο δημιούργησε στην Ελένη μια αίσθηση τρόμου, ενώ στην Αγνή ενθουσιασμό και χαρά. Κατευθείαν έτρεξαν να ψάξουν το καράβι, μήπως υπήρχε κάποιος άνθρωπος για να τους βοηθήσει, μα δεν βρήκαν κανέναν. Αναρωτήθηκαν προς τα πού κατευθυνόταν αυτό το πλοίο φάντασμα και έτσι η Αγνή πήρε το τιμόνι για να το οδηγήσει, ενώ η Ελένη καθότανε στην καμπίνα και έκανε το σταυρό της μαζί με άλλους πέντε φίλους ?ναι, υπήρχαν κάποια μικρά ποντικάκια που είχαν εκτιμήσει τη συντροφιά τους-. Αργότερα, όταν νιώσανε την κοιλιά τους και την κοιλίτσα των μικρών τους φίλων να γουργουρίζει -ξέρετε, αυτόν τον ενοχλητικό ήχο που ακούγεται όταν η πείνα θερίζει το στομάχι μας- ξεκίνησαν την αναζήτηση για φαγητό. Για κακή τους τύχη όμως, όχι μόνο δεν βρήκαν τα σουβλάκια και τις τηγανιτές πατάτες που αναζητούσαν, αλλά ούτε καν ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Αντιθέτως, βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο του καραβιού, που ήταν γεμάτο πίνακες. Η Ελένη έμεινε προσηλωμένη στον ένα τοίχο του δωματίου, που είχε πίνακες με ζώα από όλες τις εποχές, ενώ η Αγνή κοιτούσε με ενθουσιασμό τον απέναντι τοίχο, που ήταν γεμάτος με πίνακες από καράβια και παλιούς καπετάνιους. Στο κέντρο βρισκόταν ένας τεράστιος πίνακας, ο πιο μεγάλος από όλους, ο οποίος απεικόνιζε ένα βάζο με ηλιοτρόπια. Καμία δεν του έδωσε σημασία, ούτε πρόσεξε ότι κάποια άνθη ήταν μαραμένα, ούτε καν αναρωτήθηκε για πιο λόγο ο πίνακας βρισκόταν σε αυτή τη θέση. Έμοιαζαν να μην δίνουν καμία σημασία σε αυτή τη σουρεαλιστική κατάσταση.

Ξαφνικά, η Ελένη σκόνταψε και ακούμπησε τον πίνακα με το ηλιοτρόπιο. Τότε ακούστηκε ένας δυνατός ήχος. Για λίγη ώρα δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο εκτός από αυτόν τον πίνακα. Η Αγνή όμως την ?ξύπνησε?? ταρακουνώντας την, όταν ένιωσε νερό στα πόδια της. Το καράβι βούλιαζε. Έπρεπε γρήγορα να φύγουν από αυτό για να σωθούν! Είχαν πανικοβληθεί. Έτρεξαν στο κατάστρωμα, όπου βρήκαν ένα μουσκεμένο χαρτί, το οποίο έδινε οδηγίες για τις πόρτες. Τότε μόνο, τα κορίτσια κατάλαβαν ότι υπήρχαν τρεις μεγάλες πόρτες με διαφορετικό χρώμα μπροστά τους. Όπως έλεγε το χαρτί, οι δύο οδηγούσαν στο κακό ενώ η μία θα τις πήγαινε πίσω στο σπίτι τους. Η Αγνή όμως δεν ήθελε να πάει σπίτι της, αλλά ούτε και στο κακό. Προτιμούσε να μείνει στο καράβι, γιατί όπως είπε στην Ελένη οι καπετάνιοι πεθαίνουν πάντα πάνω στο πλοίο τους. Μόλις το άκουσε αυτό η Ελένη εξοργίστηκε και άνοιξε γρήγορα την μπλε πόρτα. Κρατώντας την αδερφή της, πήδηξε μέσα σε αυτόν τον κόσμο κλείνοντας τα μάτια της.

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκαν σε μία κουζίνα. Αυτή τη φορά όμως υπήρχαν άνθρωποι και μάλιστα πολλοί. Η Αγνή προσγειώθηκε πάνω σε μία καυτερή κόκκινη πιπεριά και η Ελένη πάνω σε ένα τηγάνι με τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι. Και οι δύο ένιωσαν πάντως ένα κάψιμο. Η μία πετάχτηκε πάνω στο αλεύρι μετά από ένα γερό χτύπημα που έφαγε, από τη σπάτουλα του σεφ, ενώ βρισκόταν στο τηγάνι. Η άλλη έτρεξε να απομακρυνθεί από το γιγάντιο μαχαίρι που ήταν έτοιμο να κόψει την κόκκινη πιπεριά. Της φάνηκε μάλιστα ότι το μαχαίρι χαμογέλασε στην ιδέα. Πέρασε από τα πλυμένα πιάτα, μπήκε μέσα στις τρύπες ενός τυριού, μύρισε το φαΐ που ψηνόταν και ένιωσε την κοιλιά της να γουργουρίζει ξανά ?αφού δεν είχαν βρει να φάνε τίποτα στο καράβι-. Στην ιδέα του καραβιού αλλά και ενός ζεστού πιάτου με φαγητό αναστέναξε.

Ξαφνικά τα κορίτσια συναντήθηκαν και η Αγνή έβαλε τις φωνές στην Ελένη η οποία ήταν η αιτία που απομακρύνθηκαν από το πλοίο. Η αδερφή της τότε παρατήρησε ότι τα πάντα γύρω τους μεγάλωναν ή… ότι αυτές μίκραιναν. Ποτέ δεν έμαθαν την αλήθεια αλλά ούτε και τους απασχολούσε πολύ. Το μόνο που ήθελαν ήταν να βρουν ξανά τις τρεις πόρτες και να φύγουν. Η Ελένη βέβαια διασκέδαζε στην ιδέα της μαγειρικής, μιας και τρελαινόταν για την μαγειρική, ενώ η Αγνή έτρεχε σαν παλαβή για να γλιτώσει και να βρεθεί πίσω στο ζεστό της κρεβατάκι? ή μάλλον πίσω στο πλοίο.

Όμως, για κακή τους τύχη ένας σεφ τις πέρασε για ωμά φιλέτα, και ετοίμασε το τηγάνι του για αυτές. Αφού τις έριξε στο νερό για να τις πλύνει και τις αλεύρωσε, τις πέταξε πολύ δυνατά στο τηγάνι. Εκεί σκέφτηκαν ότι ήρθε το τέλος. Σιγά – σιγά έπαιρναν τη μορφή ενός καλοψημένου τηγανιτού σνίτσελ. Το παράξενο, αλλά και θετικό, ήταν ότι δεν πονούσαν, αλλά ούτε και είχαν εγκαύματα. Λίγο πριν τα τελευταία λεπτά του ψησίματος, σκοτείνιασαν όλα και ένας μάγειρας άναψε μια φωτιά στη μέση της κουζίνας. Όλα εξαφανίστηκαν. Κανένας μάγειρας δεν υπήρχε και οι αδερφές είχαν επανέλθει στην φυσιολογική τους κατάσταση.

Σε αυτήν την άβυσσο που φωτίστηκε ξαφνικά από τη φλόγα, το μόνο πράγμα που υπήρχε εκτός από τα κορίτσια, ήταν ένας τεράστιος πίνακας. Ήταν πολύ γνώριμος σε αυτές αλλά δεν θυμόντουσαν πού τον είχαν ξαναδεί. Άρχισαν να τον παρατηρούν. Εξάλλου, δεν υπήρχε και κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνουν. Σε ένα τραπέζι ?δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν ήταν τραπέζι ή χώμα ή κάτι άλλο, οπότε συμφώνησαν ότι πιο λογικό φαινόταν να ήταν ένα τραπέζι- βρισκόταν ένα δίχρωμο βάζο. Τα χρώματα του ήταν μπεζ και κίτρινο. Μέσα σε αυτό βρίσκονταν περίπου 13 ηλιοτρόπια ?δεν μπορούσαν να τα διακρίνουν καλά-. Μερικά από αυτά ήταν μαραμένα, ενώ άλλα έτειναν να μαραθούν. Πίσω από το βάζο υπήρχε ένα γαλάζιο φόντο. Η Ελένη είπε ότι ήταν ο ουρανός, σε αντίθεση με την Αγνή που επέμενε ότι ήταν η θάλασσα. Άφησαν τον πίνακα και προχώρησαν σε αυτήν την άβυσσο, όπου ανακάλυψαν τις τρεις πόρτες που αναζητούσαν. Πάλι το ίδιο χαρτί με τις ίδιες οδηγίες. Η Αγνή αυτή τη φορά διάλεξε την καφέ πόρτα, επειδή καφέ ήταν και τα καράβια. Έβαλε το χέρι της στην πόρτα και με μεγάλη περιέργεια την άνοιξε σιγά-σιγά.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα άνοιξαν τα μάτια τους και συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονται πάνω στην πλάτη ενός δεινόσαυρου! Ήταν τεράστιος και είχε έναν πολύ μακρύ λαιμό. Δεν ήξεραν ακριβώς πώς ονομαζόταν. Έτσι, αποφάσισαν να τον πουν αντί για σαύρα, Σάββα. Όμως, μια κίνηση του Σάββα ήρθε να ταράξει την ηρεμία τους! Κάνανε τσουλήθρα από την ουρά του και πέσανε με τα ?μούτρα? πάνω σε ένα θάμνο. Και ενώ νομίζανε ότι εκεί θα ήτανε ασφαλείς είδανε δυο τεράστια μάτια να τις κοιτάνε.

Ήταν ένας άλλος Σάββας ο οποίος ετοιμαζόταν να φάει το θάμνο μαζί με τα κορίτσια. Τελικά, κατέληξαν μέσα στη στοματική κοιλότητα? του άλλου Σάββα. Τότε η Ελένη προσπάθησε να κρατηθεί από ένα τεράστιο δόντι, ενώ η Αγνή προσπαθούσε να την τραβήξει. Η πρώτη, υποστήριζε ότι αν κρατηθούν από τα δόντια θα μπορέσουν με ένα σάλτο να βγουν έξω από αυτό το όχι και πολύ εύοσμο στόμα. Η Αγνή επέμενε ότι αν έμεναν εκεί θα γινόντουσαν 1001 κομματάκια από τον Σάββα.

Και ενώ δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποιο είναι το σωστό ? αφού και οι δύο ήταν- είναι ? και θα είναι πεισματάρες- ένιωσαν ότι κάτι τους τραβούσε κάτω!!! Ο Σάββας κατάπινε. Σε κλάσματα δευτερολέπτου πέρασαν από τον οισοφάγο, το στομάχι του, το έντερο του, και ενώ η Ελένη ήθελε να κάνει εμετό, σε αντίθεση με την Αγνή που ήταν χαρούμενη γιατί πάλι έγινε το δικό της, βγήκαν με κάποιον τρόπο έξω από το δεινόσαυρο.

Προχωρήσανε σε μία λίμνη όπου καθαρίστηκαν και ήπιαν νερό. Εκεί συνάντησαν έναν άλλο δεινόσαυρο, τον Ρεξ, όμως του άλλαξαν πάλι το όνομα, αυτή τη φορά σε Τάκης. Στην αρχή νόμιζαν ότι ήθελε να τους φάει – πέθαναν από το φόβο! Όμως τελικά τα πράγματα ήταν διαφορετικά από ότι τα περίμεναν. Ο Τάκης έσκυψε για να τον χαϊδέψουν και πήρε την πιο γλυκιά φατσούλα που μπορούσε. Με δισταγμό οι δύο αδερφές τον ακούμπησαν. Και αυτή ήταν η αρχή μίας μεγάλης φιλίας.

Επειδή τα κορίτσια ασχολούνταν συνεχώς με τον Τάκη, είχαν ξεχάσει τον αρχικό τους σκοπό: να ψάξουν για τις πόρτες. Μέσα στην ταραχή της, η Ελένη πήρε ένα ξύλο και το πέταξε πολύ μακριά για να το πιάσει ο Τάκης, πέρα από τις Άλπεις, άσχετα αν δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμη. Όταν ακούστηκε το χτύπημα του ξύλου -ναι, αλήθεια, ακούστηκε- βρεθήκανε σε έναν τεράστιο ιστό αράχνης. Ευτυχώς αράχνη δεν υπήρχε. Ήταν σίγουρες ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος. Όμως η Αγνή αντιλήφθηκε έναν παράξενο ήχο? Ήταν σαν κάτι να τις παρακολουθούσε. Δεν πρόλαβαν να το ανακαλύψουν όμως, γιατί, μπροστά τους είδαν ένα μεγάλο άσπρο πανί. ?Σαν πανί από καράβι?, είπε η Αγνή. Η Ελένη ένιωθε ότι πίσω από αυτό, θα βρίσκονταν οι πόρτες. Με ενθουσιασμό το τράβηξε. Τότε μπροστά τους βρέθηκε ο περιβόητος πίνακας με τα ηλιοτρόπια. Ένα περίεργο συναίσθημα φόβου τις πλημμύρισε. Προχώρησαν προς τον πίνακα. Ήταν σαν αόρατος αφού μπόρεσαν να περάσουν από μέσα και να βρεθούν στην άλλη πλευρά. Οι πόρτες ήταν εκεί? Αυτή τη φορά ήταν μία γαλάζια- δεν ήταν όμως σχετική με τη θάλασσα όπως πίστευε η μία από τις αδερφές (Δεν σας λέμε άλλο ποια από τις δύο ήταν, ξέρετε)- μια κόκκινη και μία γκρι. Η Ελένη ήταν έτοιμη να ανοίξει την κόκκινη όμως η Αγνή γρήγορα άνοιξε την μπλε. Έκλεισε τα μάτια πιστεύοντας ότι θα βρεθούν στο νερό? όμως βρέθηκαν στο ακριβός αντίθετο? Έρημος.

Ζέστη, καύσωνας και έλλειψη νερού ήταν τα μόνα που κυριαρχούσαν. Αφού τα κορίτσια ξεσκονίστηκαν και αφού η Ελένη έβαλε τις φωνές στην Αγνή, ξεκίνησαν κατευθείαν για να βρουν πόρτες. Όμως, αυτή τη φορά ήταν πιο δύσκολο. Μετά από αρκετή ώρα πεινούσαν, αλλά και διψούσαν πολύ. Ψάχνανε απεγνωσμένα για νερό, όμως τίποτα. Ξαφνικά είδαν ένα παράξενο θέαμα! Τι ήταν αυτό; Ήταν κάτι τόσο εξωπραγματικό, όσο και όλα τα άλλα που είχαν συναντήσει: ένας πιγκουίνος κυνηγούσε μια πολική αρκούδα για να την φάει!

Οι δύο αδερφές δεν ήξεραν τι ήταν πιο περίεργο: το ότι υπήρχαν τέτοιου είδους ζώα στην έρημο, το ότι ο πιγκουίνος και η αρκούδα συναντήθηκαν ή το ότι ο πιγκουίνος κυνηγούσε την αρκούδα να την φάει. Ή μήπως όλα μαζί; Ένας ανεμοστρόβιλος εξαφάνισε τα δύο ζώα και στη θέση τους εμφανίστηκαν ένα φλαμίνγκο και μία ζέβρα. Αυτά τα δύο ζώα είχαν μια διαφωνία μεταξύ τους. Το φλαμέγκο έλεγε ότι η ζέβρα ήταν άσπρη με μαύρες ρίγες, ενώ η ζέβρα υποστήριζε ότι ήταν μαύρη με άσπρες ρίγες. Για να ενοχλήσει και αυτή το πουλί, όπως έκανε και αυτός με το χρώμα της, είπε ότι τα φλαμίνγκο είναι άσπρα με λίγο ροζ, ενώ το φλαμίνγκο υποστήριζε το αντίθετο, λέγοντας ότι ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν και τα ποια ήταν τα χρώματα του. Τέλος, για να τους χωρίσει μπήκε ανάμεσα τους ένας ιπποπόταμος και είπε ότι ήξερε πολύ καλά ποιο ήταν το χρώμα του. Δεν ήταν ούτε μαύρος με άσπρες ρίγες, ούτε άσπρος με μαύρες ρίγες, ούτε άσπρος με λίγο ροζ, ούτε το αντίθετο. Ήταν σκέτο γκρι -νόμιζε ότι μάλωναν για αυτόν-!

Η Αγνή και η Ελένη παρακολουθούσαν αυτήν την κατάσταση και είναι αλήθεια ότι διασκέδαζαν πολύ. Μέχρι που ένας τεράστιος ανεμοστρόβιλος τις πήρε και τις στροβίλιζε για ώρες. Μέσα σε αυτόν τον ανεμοστρόβιλο είδαν περιληπτικά όλα όσα είχαν ζήσει μέχρι τώρα, καθώς και τι βρισκόταν πίσω από τις πόρτες που δεν είχαν ανοίξει. Στις πρώτες δύο υπήρχε το κρεβάτι της Αγνής και στην άλλη το κρεβάτι της Ελένης. Στις άλλες δύο υπήρχε το θρανίο της μίας και το θρανίο της άλλης. Είδαν επίσης, τι έκαναν οι φίλοι τους την ώρα που ζούσαν όλα αυτά.

Τελικά ο ανεμοστρόβιλος σταμάτησε και της άφησε στο ίδιο σημείο που ήταν πριν λίγα λεπτά. Τα ζώα βρίσκονταν ακόμη εκεί, όμως από τη μία στιγμή στην άλλη έγιναν σκόνη, η οποία με τη βοήθεια του ανέμου μετακινήθηκε στην άκρη της ερήμου και δημιούργησε μεγάλα και απότομα βράχια, πάνω στα οποία βρισκόταν ένα πηγάδι. Οι δύο κοπέλες έτρεξαν με όση δύναμη είχαν και πέρασαν πάνω από τα βράχια. Μπροστά τους βρισκόταν ένα μεγάλο, επιβλητικό πηγάδι. Έβαλαν μέσα τον κουβά και τράβηξαν νερό. Ήταν τόσο χαρούμενες για την τύχη τους! Όμως, η χαρά έφυγε από τα πρόσωπά τους όταν είδαν ότι το νερό, όχι μόνο δεν ήταν καθαρό, αλλά δεν ήταν ούτε καν νερό. Ήταν ένα μαύρο, παχύρευστο υλικό που έμοιαζε με πετρέλαιο. Καμία από τις δύο δεν ήξερε πώς ήταν δυνατόν να έβγαζαν πετρέλαιο από το πηγάδι και καμία δεν έμαθε ποτέ!

Και ενώ ήταν έτοιμες να τα παρατήσουν, άκουσαν έναν ήχο και είδαν κάτι να κινείται μέσα στο πηγάδι. Ήταν το ίδιο πράγμα που ένιωθαν ότι τις συνόδευε καθ? όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Μπροστά στα μάτια τους εμφανίστηκε η μορφή ενός μικρού ποντικιού. Στην Ελένη ήταν γνώριμο και, μετά από αρκετή σκέψη, θυμήθηκε ότι ήταν ένα από τα ποντικάκια του καραβιού. Το μικρό γκρι πλασματάκι τους είπε ότι δεν μπορούν να βρουν αυτό που ψάχνουν γιατί δεν υπάρχει ?οι πόρτες-. Αυτές τον ρώτησαν γιατί δεν υπήρχαν άλλες πόρτες και τι σχέση έχει με όλα αυτά ο πίνακας με τα ηλιοτρόπια. Το ποντικάκι ήρθε πιο κοντά τους, ανέβηκε στον ώμο της Αγνής και ξεκίνησε την ιστορία του: ?Σας ακολουθούσα από την αρχή του ταξιδιού. Όλοι οι ήχοι και οι σκιές που βλέπατε ήμουν εγώ. Το ότι διαλέγατε λάθος πόρτες συνέβαινε επειδή, αυτός που δημιούργησε αυτό που ζείτε, ήξερε από πριν ποια πόρτα θα διαλέγατε και για αυτό πίσω από την κάθε μια έβαλε τον κατάλληλο κόσμο. Ήξερε ακόμη ότι η Ελένη θα ήθελε να ανοίξει την κόκκινη πόρτα που θα σας πήγαινε πίσω, αλλά η Αγνή θα προλάβαινε να ανοίξει την μπλε. Ήξερε ακόμη τις αδυναμίες σας, τη θάλασσα που τόσο αρέσει στην Αγνή, την μαγειρική που αρέσει στην Ελένη και τα ζώα που αρέσουν και στις δύο. Όσο για τον πίνακα? Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα κορίτσι, το οποίο αγαπούσε πολύ τα λουλούδια. Μια μέρα πήγε διακοπές σε μια χώρα που είχε έρημο. Έκανε μια βόλτα στην έρημο και βρήκε κάποια ηλιοτρόπια. Τις φάνηκε πολύ παράξενο που αυτά τα λουλούδια φύτρωσαν εκεί και έτσι τα έκοψε και τα πήρε μαζί της. Τα έβαλε σε ένα βάζο και τα έπαιρνε μαζί της όπου πήγαινε. Αυτή η κοπέλα είχε μια αδερφή με την οποία μάλωνε συνέχεια. Κάθε φορά που μάλωνε μαζί της, ξεχνούσε να ποτίσει το βάζο με τα αγαπημένα της λουλούδια. Έτσι, σιγά- σιγά αυτά μαραίνονταν. Το κορίτσι πέρασε από όλους τους προορισμούς που περάσατε και εσείς, με τη μόνη διαφορά ότι όλα ήταν ειρηνικά και δεν συναντούσε κανέναν πίνακα. Τα λουλούδια τελικά.. μαράθηκαν. Για αυτόν τον λόγο το πνεύμα των λουλουδιών θέλησε να πάρει εκδίκηση και βρήκε εσάς, επειδή το σπίτι σας βρίσκεται πάνω σε μία περιοχή, η οποία πριν από εκατομμύρια χρόνια ήταν η έρημος στην οποία το κορίτσι βρήκε τα λουλούδια??.

Τότε η Αγνή και η Ελένη ρώτησαν μαζί με μια φωνή τι ρόλο ?έπαιζε? ο ίδιος. ?Εγώ?, είπε ?είμαι ο λόγος για τον οποίο είστε ακόμη ζωντανές, δηλαδή σας προστάτευα από όλα. Εγώ ήμουν ο λόγος που δεν πνιγήκατε, δεν καήκατε, δεν πεθάνατε από τη δίψα, δεν σας έφαγαν τα άγρια προϊστορικά ζώα και εγώ έδινα πάντα την αστεία νότα σε όλη την περιπέτεια. Όμως δυστυχώς εγώ απλά έδινα παράταση στο χρόνο. Η δύναμη του ηλιοτροπίου είναι πιο μεγάλη από τη δική μου. Έτσι, αναγκαστικά, με κάποιον τρόπο θα βρείτε τα λουλούδια. Αυτά θα αρχίσουν να μαραίνονται. Όταν θα πέσει και το τελευταίο πέταλο, θα σβήσει ο πίνακας του ηλιοτροπίου και μαζί του θα σβήσετε και εσείς για πάντα??.

Οι δύο αδερφές έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Τα πόδια τους έτρεμαν. Ξαφνικά, κατά έναν περίεργο τρόπο η Αγνή προχώρησε προς μια κατεύθυνση λέγοντας ότι από εκεί θα σωθούν και ότι εκεί είναι η θάλασσα. Η Ελένη την ακολούθησε, το ποντικάκι όμως έμεινε πίσω. Ήταν η τελευταία φορά που το είδαν. Πέρασαν μόνο λίγες μέρες ακόμη στην έρημο, όμως τους φάνηκαν χρόνια. Τίποτα δεν ήταν μαγικό, εξωπραγματικό, αστείο. Ζούσαν στον κόσμο του ρεαλισμού. Παντού κυριαρχούσε ο φόβος. Πεινούσαν πολύ, διψούσαν. Ζεσταίνονταν τρομερά την ημέρα, πάγωναν από τις χαμηλές θερμοκρασίες της νύχτας. Έβλεπαν δίπλα τους φίδια και σαύρες που τις κοιτούσαν απειλητικά. Όμως, ένας ήταν ο σκοπός τους: να βρούνε τα ηλιοτρόπια.

Φαίνεται πως η μαγεία (το ηλιοτρόπιο έλεγχε πια τις κινήσεις τους) τις επηρέασε και δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα άλλο. Τελικά, μετά από τρεις μέρες ή μάλλον τρεις μέρες και δεκαπέντε δευτερόλεπτα, ενώ περπατούσαν και δεν έβλεπαν τίποτα άλλο εκτός από καθαρά νερά (τα φαντάζονταν), ένα φως τις τύφλωσε. Μόλις έσβησε, μπόρεσαν να διακρίνουν τα μισοξηραμένα λουλούδια. Πλησίασαν και οι δύο σιγά σιγά και τα έβαλαν σε ένα βάζο που βρήκαν πεταμένο πιο πέρα. Μόλις ακούστηκε ο ήχος των ηλιοτροπίων που έπεσαν μέσα στο βάζο, ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος και οι αδερφές πετάχτηκαν μακριά. Ξαφνικά παρατήρησαν ότι το βάζο με τα λουλούδια έγινε γιγάντιο. Μέσα από τη γύρη των λουλουδιών ακούστηκαν ανατριχιαστικές κραυγές. Μάλλον ήταν από το κοριτσάκι που σκοτώθηκε. Αμέσως αντιληφθήκαν ότι πίσω τους είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι κόσμοι : οι μάγειρες, οι δεινόσαυροι, το καράβι, ακόμη και το μικρό ποντικάκι. Τότε, τα γιγάντια ηλιοτρόπια από μαραμένα όλο και άνθιζαν και ρουφούσαν οτιδήποτε υπήρχε γύρω τους. Στο τέλος, τα κορίτσια έμειναν στο κενό. Τα ηλιοτρόπια ήταν έτοιμα να τραβήξουν μέσα τους και αυτές. Έκλεισαν τα μάτια τους και πιάστηκαν χέρι- χέρι. Νόμιζαν ότι αυτό θα ήταν το τέλος…Μόλις άνοιξαν τα βλέφαρα τους, συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Και ενώ πίστεψαν ότι όλο αυτό ήταν απλώς ένα όνειρο, είδαν πάνω στο κομοδίνο το βάζο με τα ηλιοτρόπια! Μόνο το τελευταίο πέταλο είχε μείνει. Καμία τους δεν μίλησε. Έμειναν σιωπηλές καθώς έβλεπαν και το τελευταίο πέταλο να πέφτει?.

Ντριιιιιιιιιιιιιν!!! Το ξυπνητήρι. Ένας ήχος? Ένας σωτήριος ήχος για αυτές! Έτριψαν τα μάτια τους και σηκώθηκαν από το κρεβάτι. Κατάλαβαν ότι είχαν ζήσει ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο! Καμία από τις δύο δεν συζήτησε ποτέ τίποτα για το όνειρο γιατί ήξεραν ότι το είχαν ζήσει μαζί. Συμφώνησαν μόνο να μη μαλώσουν ξανά ποτέ. Όμως, δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους. Ίσως το ηλιοτρόπιο ξαναχτυπήσει? 

 

*Το έργο ?Βάζο με δώδεκα ηλιοτρόπια? δημιούργησε ο Ολλανδός ζωγράφος Βίνσεντ βαν Γκογκ.

Leave a Comment