Μια λογοτεχνική ματιά σε όσα ακούμε, βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε. Με αφορμή το «Ζητείται ελπίς» του Α. Σαμαράκη, που μελετήσαμε στο μάθημα της Λογοτεχνίας, ψηλαφίσαμε με τη δική μας οπτική και το δικό μας λόγο τα σύγχρονα προβλήματα.  Έτσι γεννήθηκαν τα δικά μας διηγήματα. Τα δημοσιεύουμε ?σε συνέχειες

“Μια βιβλιοθήκη γεμάτη όνειρο” από τον Αντρέα Πιτσιόρλα

Ήταν Φεβρουάριος 23 του μήνα, περίοδος εξεταστικής. O Αντώνης κατευθύνθηκε στη βιβλιοθήκη της σχολής του για τα τελευταία διαβάσματα. Μπήκε μέσα, έστρωσε τα βιβλία του και άνοιξε τον υπολογιστή μπροστά του. Επί δύο ώρες δεν σήκωσε κεφάλι αφοσιωμένος στο μάθημα που έδινε. Άνοιξε το βιβλίο της μακροοικονομικής και απορροφήθηκε διαβάζοντας για ώρες. Δεξιά του ένας γεράκος, απόστρατος που είχε λόξα να διαβάζει βιβλία άλλων κλάδων. Στα αριστερά του άλλοι δύο φοιτητές. Δεν τους ήξερε, φυσιογνωμικά μόνο.

Κουρασμένος από το πολύ διάβασμα έδωσε στον εαυτό του ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο κυλικείο της σχολής. Καθώς έφευγε παρατήρησε ένα stand με δωρεάν εφημερίδες. Σήκωσε μία και την πήρε μαζί του. Γύρισε πίσω στη βιβλιοθήκη. Άνοιξε την πρώτη σελίδα της εφημερίδας και διάβασε με μεγάλα γράμματα: «Νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις». Από κάτω το άρθρο ενός καθηγητή του, που όπως σε κάθε εφημερίδα έλεγε τις γνωστές επιστημονικές αρλουμπολογίες. Δεν μπήκε στον κόπο να το διαβάσει. Γύρισε την επόμενη σελίδα: «Μισό για φέτος το επίδομα θέρμανσης». Είχε αρχίσει να ιδρώνει. Γύρισε αμέσως σελίδα με μια νευρική κίνηση του χεριού του. Επικεφαλίδα της σελίδας: «Ποιοι διάσημοι θα είναι φέτος στη Μύκονο». Αναστέναξε και πάλι. Πήγε στα περιεχόμενα και έψαξε τα θέματα δημοσίου. Σελίδα 18, «Ακόμα τέσσερις γιατροί με φακελάκι» έλεγε ο τίτλος με τα bold γράμματα. Πριν το καταλάβει καλά καλά αντιλήφθηκε μια φωνή από πίσω να του λέει: «Να που μας κατάντησαν!». Ήταν ο ίδιος γεράκος, που χωρίς να το καταλάβει διάβαζε για κανένα δεκάλεπτο την εφημερίδα μαζί του ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους τίτλους. Έκλεισε μονομιάς την εφημερίδα και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ που είχε αγοράσει. «Που πάει η κοινωνία;» σκέφτηκε. «Τι μέλλον θα έχω και εγώ ως λογιστής και μετά τα παιδιά μου;». Ήπιε ακόμα μία γουλιά καφέ, σηκώθηκε πάνω και έφερε μια γύρα τη βιβλιοθήκη. Κάθισε δίπλα από τη μεγάλη τζαμαρία και απορροφημένος στις σκέψεις του έβλεπε τα αυτοκίνητα να περνάνε. Την ώρα εκείνη σχολούσε και το διπλανό Δημοτικό σχολείο. Έβλεπε τα παιδιά που έτρεχαν να περάσουν το δρόμο και σκεφτόταν τη δική του παιδική ηλικία. Όλα αυτά τα όνειρα που καταστράφηκαν, όλες τις προσδοκίες που δεν βγήκαν αληθινές, όλες τις συζητήσεις για το μέλλον που έκανε τότε. Όλα πέρασαν φευγαλέα από το μυαλό του. Και αναρωτήθηκε «Τι κάνω εδώ; Αυτά ήταν τα όνειρά μου; Να γίνω ένας λογιστής γραφείου με μισθό μηδαμινό και να υπολογίζω τα κέρδη άλλων;». Ένιωσε ένα σκούντημα στην πλάτη. Ήταν ο βιβλιοθηκάριος, που τον ενημέρωσε πως η  ώρα έχει περάσει και η βιβλιοθήκη κλείνει. Είχε ξεχάσει ό,τι είχε διαβάσει για το μάθημα. Το θεωρούσε απολύτως ασήμαντο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Γύρισε στη μεγάλη αίθουσα. Έκλεισε τον υπολογιστή, τακτοποίησε τα πράγματά του στο σακίδιο πλάτης και αφού χαιρέτησε με ένα νεύμα τους υπαλλήλους βάρδιας, βγήκε από τη βιβλιοθήκη. Κατέβηκε τις σκάλες, πέρασε τα αμφιθέατρα και τον εξωτερικό κήπο. Πέρασε τον δρόμο και κατέβηκε τις σκάλες για τη στάση του μετρό. Έκοψε εισιτήριο και περίμενε τον συρμό να περάσει. Η εκνευριστική φωνή από τα μεγάφωνα επαναλάμβανε συνεχώς τους κανόνες ασφαλείας. Ένιωθε διαλυμένος, σαν κάποιος να του χε δώσει μια δυνατή μπουνιά στο στομάχι. Μπήκε στο μετρό.

     23 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου. Ο Αντώνης στην πρωτεύουσα μιας ευρωπαϊκής χώρας πίνει τον καφέ του στη βιβλιοθήκη ενός ξένου πανεπιστημίου. Ο ίδιος νιώθει ευτυχισμένος! Έχει αρχίσει μια νέα ζωή σπουδάζοντας μουσικολογία, αυτό που πραγματικά του άρεσε. Ποιος να το ?λεγε ότι μετά από 10 χρόνια θα ήταν πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα που τότε διάβαζε, ως ένας από τους πιο επιτυχημένους Έλληνες συνθέτες!

“Μια ματιά στον κόσμο” από την Μπελίτα Χασάνι

Έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια, πήρε τα ακουστικά και το κινητό του, άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε από το διαμέρισμα του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μέρες τώρα ακολουθεί αυτή τη ρουτίνα. Περπατάει στην πόλη ολομόναχος με μόνη παρέα τη μουσική στα αυτιά του. Παρατηρεί την ζωή γύρω του. Όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους εξωτερικά, όλοι ίδιοι εσωτερικά. Κάτι τον τρώει. Κάτι τον ανησυχεί. Πρέπει να βγει στο ?δρόμο.

Περπάτησε για αρκετή ώρα, ώσπου βρήκε ένα παγκάκι απ’ το οποίο μπορούσε να δει με μεγάλη ευκολία ένα τεράστιο κομμάτι της πόλης. Ήταν το κατάλληλο μέρος γι’ αυτόν. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά και το βλέμμα του κόλλησε σε μια μητέρα, ξένης καταγωγής, που κρατούσε στα χέρια της το λίγων μηνών μωρό της. Ερχόταν από έναν πόλεμο. Δίπλα της καθόταν ο μικρός της γιος. Έκανε τα πάντα για να μαζέψει λίγα χρήματα να ταΐσει τα παιδιά της. Ένας κόμπος του σφίγγει το λαιμό. Λίγο πιο πέρα ένας ηλικιωμένος σε έναν μικρό πάγκο να πουλάει λαχεία και ο φίλος του να ψήνει κάστανα, σχεδόν δίπλα. Απέναντι σε απόσταση αρκετών μέτρων, ένας κύριος με τον μοναδικό του φίλο έναν αδέσποτο σκυλάκο να προσπαθούν να ζεστάνουν ο ένας τον άλλο. Λίγα λεπτά αργότερα, πέρασαν από μπροστά του δύο οικογένειες. Η μία φαινόταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και η άλλη όχι και σε τόσο. Πρόσεξε πως το παιδί της μιας οικογένειας ό,τι ζητούσε το έπαιρνε, ενώ το άλλο έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πάρει ένα μικρό παιχνιδάκι, καθώς οι γονείς του τού έλεγαν να προτιμήσει καλύτερα κάτι πιο χρήσιμο, αφού δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να βγαίνουν για ψώνια. Σηκώθηκε  αναστατωμένος και σκεπτικός. Αποφάσισε να περπατήσει προς άλλη κατεύθυνση.

Σκεφτόταν πως οι εποχές είναι δύσκολες. Άλλοι ζούνε πιο ξέγνοιαστα την ζωή τους, καθώς αμείβονται καλύτερα. Άλλοι προσπαθούν να κάνουν οικονομία και παίρνουν μόνο τα βασικά και πάλι δύσκολα τα βγάζουν πέρα.

Μόλις μπήκε σε ένα στενό, όπου βρισκόντουσαν καταστήματα κλειστά πλέον, λόγω κρίσης. Άλλα πιο μεγάλα, άλλα πιο μικρά. Πόσο πιο ζωντανή ήταν κάποτε αυτή η γειτονιά! Μιλούσε μόνος του: «Τόσες περιουσίες καταστράφηκαν έτσι απλά». Φεύγοντας από αυτό το στενό βρέθηκε σε έναν δρόμο με ένα ντόμινο μεγάλων καταστημάτων. Άλλο τοπίο εδώ! Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε. Άλλοι με ψώνια στα χέρια και άλλοι όχι. Φαινόταν πιο χαρούμενοι οι άνθρωποι. Μονολόγησε: «Τόσοι άνθρωποι στο δρόμο με τα χέρια φορτωμένα! Νοιάζονται για άλλα πράγματα, τι είναι στη μόδα, να πάρουν το πιο ακριβό παπούτσι, το πιο ακριβό παντελόνι?»

Περπατούσε πολύ ώρα. Σκεφτόταν την μητέρα που είδε με το μωρό. Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα της με την οικογένεια , για να σωθούν. Να αφήσει πίσω όλα τα πράγματα της, όλη την ζωή της. Και όλα αυτά για έναν πόλεμο! Πολεμάνε για οικονομικούς λόγους μόνο, σκέφτηκε. Το χρήμα είναι το παν γι’ αυτούς. Και μετά η ζωή, η αγάπη, η ευτυχία και η ελευθερία. Θυμήθηκε τον ηλικιωμένο που είδε να πουλάει λαχεία για να έχει να φάει, μιας και οι συντάξεις μειώνονται, σε σημείο που δεν καλύπτονται οι καθημερινές ανάγκες των ηλικιωμένων, πολλές φορές. Τον κύριο με τα κάστανα…Τις δύο οικογένειες που πέρασαν από μπροστά του, όταν καθόταν στο παγκάκι. Σύγχυση του προκάλεσε ό,τι είδε σήμερα.

Στην επιστροφή προς το διαμέρισμά του συνειδητοποίησε πώς ένα παρατημένο σκυλάκι τον ακολουθούσε τόση ώρα. Κάθισε σ? ένα παγκάκι στην πλατεία Αριστοτέλους να του κάνει παρέα και του έδωσε ένα κομμάτι από το σάντουιτς, που μόλις είχε αγοράσει.

Αποφάσισε να κάνει κάτι που θα ικανοποιούσε τον ίδιο αλλά και τους ανθρώπους αυτούς . Αγόρασε ένα σάντουιτς και το έδωσε στον άστεγο, που είδε πριν, αφήνοντας του τα ρέστα και κάποια ακόμα χρήματα για να αγοράσει κάτι που θα του αρέσει. Αγόρασε ένα λαχείο, λίγα κάστανα, δύο μεγάλα σάντουιτς και ένα γάλα από ένα κοντινό μαγαζάκι και τα άφησε στην μητέρα με τα δυο παιδιά. Το λαχείο το άφησε στη τύχη της μητέρας…

Σπάνια υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται και συνεισφέρουν. Ίσως να μην έκανε και κάτι τόσο σπουδαίο αλλά … Ίσως υπάρχει καλύτερο μέλλον για όλους. Καλύτερες συνθήκες ζωής. Περισσότερη αγάπη για τον συνάνθρωπο. Ίσως δεν χάθηκε ολότελα η ελπίδα. Η προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον…

Σήμερα έκανε ένα ξεκίνημα. Αύριο? Έχει πολλή δουλειά από αύριο, χαμογέλασε διάπλατα κοιτάζοντας τον ουρανό.

 

 

                 

Leave a Comment