Μια λογοτεχνική ματιά σε όσα ακούμε, βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε. Με αφορμή το «Ζητείται ελπίς» του Α. Σαμαράκη, που μελετήσαμε στο μάθημα της Λογοτεχνίας, ψηλαφίσαμε με τη δική μας οπτική και το δικό μας λόγο τα σύγχρονα προβλήματα.  Έτσι γεννήθηκαν τα δικά μας διηγήματα. Τα δημοσιεύουμε ?σε συνέχειες

“Σκόρπιες σκέψεις” από την Ελισάβετ Λουμάνι

Άλλος ένας χρόνος? Ένας χρόνος με ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Ανθρώπους με εξουσία και ανθρώπους χωρίς εξουσία. Ανθρώπους πλούσιους και ανθρώπους φτωχούς. Η ζωή είναι ωραία αρκεί να ξέρεις να την ζεις, λένε μερικοί αλλά πώς θα μάθεις αν δεν δοκιμάσεις; Πώς θα μάθεις αν δεν δημιουργήσεις ένα καινούριο αύριο γεμάτο εμπειρίες; Πώς θα μάθεις αν δεν σου το επιτρέψει η ίδια η κοινωνία; Αν σε διαχωρίζει σε αυτό που κατάγεσαι και σε αυτό που ζεις; Ναι, υπάρχουν άτομα που καταλαβαίνουν πώς νιώθεις αλλά πάντα θα υπάρχει κριτική σε κάθε σου κίνηση, σε κάθε σου βλέμμα, σε κάθε απόπειρα εξερεύνησης.

Η πραγματικότητα πολλές φορές είναι απογοητευτική. Στην ηλικία μου υπάρχουν παιδιά που δουλεύουν ή έχουν υποχρεώσεις. Παιδιά στην ηλικία μου έχουν ταλαιπωρηθεί  σεξουαλικά και ψυχικά. Παιδιά στην ηλικία μου που υπάρχουν αλλά δεν ζουν. Είναι τρομακτικό να συνειδητοποιείς τι γίνεται στον κόσμο και ακόμη πιο θλιβερό όταν μαθαίνεις ότι αυτά γίνονται πολύ κοντά σου, δίπλα σου. Βλέπεις… Άνοιξε τα μάτια σου! Μίλα. Φώναξε. Προσπάθησε.

Πλησιάζει όλο και περισσότερο… Η φωνή του αντηχεί μέχρι το μικρό μου δωμάτιο. Μαλώνουν ακόμη μια φορά για τα δίδακτρα του φροντιστηρίου μου. Ο πατέρας είναι άνεργος και δουλεύει πού και πού. Όταν ήταν μικρός χρειάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να δουλέψει. Δεν μπορούσε να βλέπει την οικογένειά του σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση. Ένιωθε πως ήθελε να βοηθήσει. Πήγε λοιπόν στο στρατό και αμέσως μετά δημιούργησε οικογένεια. Η μητέρα μου δουλεύει και η αδερφή μου με μεγάλη θέληση για ένα καλύτερο αύριο σπουδάζει. Εγώ προσπαθώ να φανταστώ το μέλλον αλλά το μυαλό μου πολλές φορές είναι κενό, βουβό. Νιώθω αδύναμη και πολλές φορές χωρίς ελπίδα. Κάθε μέρα γίνεται κάτι κακό. Κάθε μέρα κάποιος πεθαίνει, αυτοκτονεί ή και αν δεν τολμάει να το κάνει, θα το ήθελε.

Τώρα είμαστε εξαρτημένοι από τους γονείς μας.

– Μη φορέσεις εκείνο, κάνει κρύο.

– Γύρνα νωρίς στο σπίτι.

– Δεν θα βγεις σήμερα.

Οι γονείς μας είναι εξαρτημένοι από τη δουλειά τους. Πολλές φορές τους νιώθω κουρασμένους και θυμωμένους.

-Δεν μπορείς να πάρεις ρεπό, έχουμε δουλειά.

– Θα δουλέψεις περισσότερες ώρες σήμερα.

– Δεν γίνεται να πληρωθείς αυτό το μήνα.

Ώρες ώρες αισθάνομαι σαν να βλέπω μαριονέτες και κάποιος να κινεί τα νήματα. Δεν θα ήθελες να είσαι εσύ αυτός που κινεί τα δικά του νήματα; Τα όνειρά μας μέρα με τη μέρα απομακρύνονται όμως όλο και περισσότερο. Περιμένουμε ένα αύριο πιο δίκαιο. Η αποξένωση των ανθρώπων είναι τόσο μεγάλη που φορές φορές δεν βλέπεις κανέναν δίπλα σου να πιαστείς, να κρατηθείς.

Ακούγονται οι σταγόνες της βροχής και ξαφνικά ένα τράνταγμα με κάνει να δραπετεύσω από τις σκέψεις μου. Είναι η πόρτα που έκλεισε δυνατά νευριασμένος ο πατέρας μου. Ήθελε να κοιμηθεί, όπως συνηθίζει να κάνει τελευταία. Ο ύπνος είναι το μόνο μέσο διαφυγής από τις υποχρεώσεις εδώ. Όλοι περνάμε κάπως ίδια, όλοι αντιμετωπίζουμε παρόμοια προβλήματα. Οι φίλες μου οι περισσότερες είναι μετανάστριες. Αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα τους και η κολλητή μου είναι πρόσφυγας. Στη χώρα της γίνεται πόλεμος. Είναι η μόνη που μπορεί να με καταλάβει. Έχει καταστραφεί η ζωή της αλλά ακόμα έχει ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει. Γιατί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Υπάρχει άραγε ελπίδα ή απλά ελπίζεις γιατί δεν θέλεις να χάσεις την ελπίδα σου; Όπως και να χει μην τα παρατάς, λέω συχνά στον εαυτό μου. Δείξε ποια είσαι. Τι αξίζεις και τι ελπίζεις. Το αύριο έρχεται. Μην ξεχνάς: μάθε να μαθαίνεις να ζεις τη ζωή σου. Πάρε τις ελπιδοφόρες αποφάσεις και πολέμα για τα όνειρά σου.

Η πόρτα του δωματίου μου χτυπάει. Είναι η μητέρα μου. Μπαίνει να με καληνυχτίσει. Την αγκαλιάζω σφιχτά και γεμίζω ελπίδα, δύναμη, θάρρος.

– Καληνύχτα μανούλα!

– Όνειρα γλυκά κορούλα μου!

-Μια μέρα θα σε κάνω περήφανη, σκέφτηκα και χαμογέλασα.

“Η τελευταία εργασία?” από το Χρήστο Zαρζώνη

Ήταν 7:00 πρωί Δευτέρας. Ξύπνησα αγχωμένος. Δε σήκωνε αναβολή. Σήμερα έπρεπε  να τελειώσω την εργασία του εξαμήνου, την τελευταία για το πτυχίο. Τσίμπησα κάτι πρόχειρο, ετοιμάστηκα στα γρήγορα κι αποφασισμένος άρπαξα το laptop μου και ξεκίνησα για το κέντρο της πόλης. Συνήθιζα να πηγαίνω σε ένα καφενεδάκι, που ήταν ήσυχο, για να διαβάσω. Πράγματι μπήκα μέσα, κάθισα και κατευθείαν ο σερβιτόρος, αφού μου χαμογέλασε, πήρε παραγγελία. Κοίταξα έξω στο δρόμο. Ήταν νωρίς ακόμα κι η κίνηση λιγοστή. Ένας εξαθλιωμένος ζητιάνος ζητούσε χρήματα, κανείς όμως δεν του έδινε. Λίγο πιο πέρα ένα παιδί, μικρό σε ηλικία, πουλούσε χαρτομάντιλα. Καμία τύχη δεν είχε ούτε και αυτό. Ονειρεμένος κόσμος, χαμογέλασα πικρά.

Άνοιξα το laptop. Μόλις συνδέθηκε στο internet μού ήρθε μία ειδοποίηση. Ήταν οι πρωινές ειδήσεις. Αν και βιαζόμουν, άνοιξα την καρτέλα. Μέχρι να πιω δυο γουλιές καφέ θα κοιτάξω τι γίνεται «εκτός εξεταστικής». Πρώτη είδηση: «Δύο αυτοκτονίες παιδιών». Αιτία το bulling που βίωναν καθημερινά στο σχολείο, μάλλον λόγω ξένης καταγωγής, σχολίαζε ο αρθρογράφος. Ήτανε λέει “Συριάκια”. Προχωρώ παρακάτω: «Δολοφονία επιχειρηματία. Άγνωστοι ακόμα οι δράστες». Δεν είχα τι να πω. Κοίταξα έξω. Είδα κόσμο να πηγαίνει στη δουλειά του, να ακολουθεί την καθημερινή ρουτίνα. Ήπια μια γουλιά καφέ και ξανακοίταξα στο laptop. Νέες απειλές Ερντογάν: «Θα προστατεύσουμε τα δικαιώματά μας σε Αιγαίο και Κύπρο». Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτή η διαμάχη ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αναρωτήθηκα. Ας πάω στην αθλητική ειδησεογραφία, σκέφτηκα και ρόλαρα τη σελίδα: «Αιματηρό επεισόδιο μεταξύ οπαδών στη Θεσσαλονίκη». Σταμάτησα και πάτησα για περισσότερες πληροφορίες: «Οπαδοί του ΠΑΟΚ και του Άρη πιάστηκαν στα χέρια. Ένας τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο». Πάλι καλά που δεν σκοτώθηκε κανείς, όπως την προηγούμενη φορά, μονολόγησα.

Σήκωσα τρομοκρατημένος τα μάτια μου σαν να ζητούσα βοήθεια. Αντίκρισα ορθάνοιχτη την τηλεόραση που είχε στο μαγαζί. Και εδώ πρωινές ειδήσεις. Ο δημοσιογράφος έλεγε ότι αποφασίστηκαν περικοπές στις συντάξεις. Κοίταξα σ? ένα τραπέζι μια παρέα ηλικιωμένων που έπιναν τον καφέ τους και μιλούσαν για αυτό το θέμα. «Κάτι πρέπει να γίνει», έλεγαν. Σκέφτηκα ότι Τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν Εμείς δεν κάνουμε κάτι. Πρέπει, έστω κάποιοι λίγοι, να μαζευτούμε, να διαμαρτυρηθούμε, να διαδηλώσουμε… Α! Τίποτα δεν πρόκειται να γίνει από όλα αυτά, ξανασκέφτηκα απογοητευμένος. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 08:00 η ώρα και ακόμη δεν είχα ασχοληθεί με την εργασία μου. Ζήτησα το λογαριασμό. Ολοφάνερο πως δεν μπορούσα να διαβάσω. Πλήρωσα και έφυγα. Έφυγα με πολλές σκέψεις στο κεφάλι μου. Ίσως να μην είναι απίθανο να αλλάξουν τα πράγματα. Ίσως μια μέρα ξεσηκωθούμε. Κάποιοι λίγοι το κάνουν και σήμερα. Ίσως μια μέρα γίνουν περισσότερες διαμαρτυρίες. Ίσως πυκνώσουν οι διαδηλώσεις. Ίσως απαιτήσουμε να λυθούν τα θέματα που μας απασχολούν. Ίσως…

“Ένας κόσμος ανάποδα” από τη  Ναταλία Κατσόγλου

Χθες το πρωί ξύπνησε νωρίς, πιο νωρίς από ότι συνήθως ξυπνάει. Έπρεπε να του φτάσει ο χρόνος για να κατέβει στο κέντρο να αγοράσει τα βιβλία που χρειαζόταν κι ύστερα βιαστικός να τρέξει στο πανεπιστήμιο για μάθημα. Παράξενο αλλά και οι φοιτητές, που είναι μεγάλα παιδιά, πολλές φορές αργούν και αυτοί στο μάθημα και δέχονται παρατηρήσεις για την ασυνέπεια τους από τους καθηγητές. Θα ?ταν σκέφτηκε πολύ ηλίθιο και υποτιμητικό να δεχτεί παρατήρηση και απουσία.

Μπήκε στο λεωφορείο, κοίταξε γύρω του και ως συνήθως δεν είχε θέση αλλά κι αν είχε… «δεν θα ?πρεπε να κάθονται γιατί είναι νέοι», θα έλεγε κάποιος. Δεν ενοχλήθηκε. Το είχε συνηθίσει. Παρατηρεί λίγο καλύτερα τον κόσμο. Όλοι χαμένοι στις σκέψεις τους. Όλοι αδιάφοροι για όλα. Ελάχιστοι χτυπούν εισιτήριο και όλοι βιάζονται να ανέβουν και να κατέβουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Συνήθως αδιάφορα τις προσπερνούσε.

Έφτασε στο βιβλιοπωλείο μετά από αρκετή ώρα. Άρχισε να διαλέγει όσα βιβλία νόμιζε πως θα του χρειαστούν και κάποια που του κίνησαν την περιέργεια. Διάβαζε από μικρός παραμύθια, μυθιστορήματα αργότερα και στη συνέχεια πιο «σοβαρά» βιβλία. Καθώς έψαχνε, έπεσε πάνω σε ένα, που αναφερόταν σε διάφορα κοινωνικά προβλήματα. Διάβασε τέσσερις-πέντε σειρές γρήγορα και όταν το έκλεισε δεν θυμόταν να έβγαζαν νόημα οι λέξεις στο μυαλό του. Το έκανε συνειδητά μάλλον, γιατί κάθε φορά που ασχολούνταν με πιο «ευαίσθητα» θέματα προβληματιζόταν «αδίκως», πράγμα που δεν ήθελε.

Κάθισε σε μια καφετέρια. Παρήγγειλε καφέ και έβγαλε τα βιβλία που διάλεξε για το πανεπιστήμιο. Του φάνηκαν αδιάφορα εκείνη τη στιγμή. Όταν όμως διάβασε τον τίτλο του τελευταίου:  «οικιακή οικονομία», ξανασκέφτηκε το άρθρο. Ακόμα θυμόταν κάποιες σκόρπιες λέξεις αλλά αυτή που χαράχτηκε στο μυαλό του ήταν μόνο μία: Φτώχεια. «Η φτώχεια είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που στις μέρες μας όλο και μεγαλώνει και μεγαλώνει ιδιαίτερα στη χώρα μας, καθώς…». Προσπερνάει τον τίτλο και πάει στο θέμα. Το διαβάζει γρήγορα και μπαίνει σε σκέψεις.

Η φτώχεια δεν είναι κάτι ούτε γνωστό αλλά ούτε άγνωστο για αυτόν. Λογικά δεν ξέρει τι θα πει αληθινή φτώχεια αλλά ξέρει πώς είναι να στερείσαι κάποια αγαθά που άλλοι έχουν. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια. Πολλές φορές μόνος στο σπίτι με παππούδες και γιαγιάδες ή κάποιον άλλον για να τον προσέχει. Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ παλαιότερα αυτό, αλλά μια μορφή φτώχειας έπαιρνε μακριά τους γονείς του κάθε μέρα. Η οικονομική στενότητα έκανε τη μαμά του κουρασμένη, όταν γυρνούσε από τη δουλειά ή στεναχωρημένη και ο δικός της γιος δεν θα πήγαινε στην πολυπόθητη εκδρομή του σχολείου. Η φτώχεια έκανε τον πατέρα του ανήσυχο το βράδυ, όταν επέστρεφε σπίτι. Αλλά αυτός τι ήξερε; Τίποτα μπροστά στους ανθρώπους που βιώνουν την αληθινή φτώχεια!

Ωστόσο δεν ήταν τόσο άσχημα. Αυτός κατάφερε κι έγινε φοιτητής. Άλλα παιδιά στην ηλικία του δεν μπορούν και αυτό είναι άδικο. Είναι πολύ άδικο! Υπάρχουν και άλλα που δυσκολεύονται ακόμα και να βιοποριστούν.

Τέτοιες σκέψεις τον περιτριγύριζαν καθώς ο χρόνος περνούσε. Σηκώθηκε πλήρωσε και έφυγε. Δεν είχε όρεξη ούτε να διαβάσει ούτε να πάει στο πανεπιστήμιο. Για πρώτη φορά κοιτούσε γύρω του και παρατηρούσε με διαφορετική ματιά τους άστεγους. Δεν τους αντίκριζε στα μάτια όμως. Ντρεπόταν και ένιωθε αχάριστος, γιατί ο ίδιος είχε τόσα, που ίσως ποτέ δεν εκτίμησε.

Πώς θα ήταν όμως τα πράγματα στο μέλλον; «Θα έπρεπε να κάνω και εγώ κάτι για ένα καλύτερο μέλλον. Για ένα καλύτερο μέλλον για όλους», μονολόγησε. Τέτοιες σκέψεις δεν τον άφηναν ήσυχο σήμερα. Έκανε βόλτες στην πόλη, παρατηρούσε και ξαναπαρατηρούσε τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τα παιδιά. Είδε πολλούς να ζητιανεύουν. Άλλοι έψαχναν στους κάδους, μήπως βρουν κάτι χρήσιμο. Κάποιος κοιμόταν στο παγκάκι.  Θα προσπαθούσε να  μιλήσει με τους συμφοιτητές του, με τους φίλους του για τις σκέψεις αυτές. Δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτός που έβλεπε την κατάσταση και στενοχωριόταν.  Ίσως να βρίσκανε κάποιον τρόπο, για να μην είναι τόσο άδικος ο κόσμος αυτός.

“Ελπίδα” από τη Θεοδώρα Καραμπατάκη

Είναι Παρασκευή μεσημέρι. Κάθομαι σε ένα παγκάκι λίγο πιο κάτω από τη σχολή που σπουδάζω. Μόλις τελείωσα το τελευταίο μου μάθημα για αυτή τη βδομάδα. Ξεφυσάω μια αναπνοή, που δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι κράτησα όλη τη βδομάδα τόσο βαθιά μέσα μου. Χαζεύω τριγύρω. Σε κάποια φάση βρίσκω τον εαυτό μου να σκέφτεται πόσο τυχερή είμαι τελικά που σπουδάζω και μάλιστα σε μια σχολή που μου αρέσει. Που προσπαθώ να αποκτήσω ένα καλύτερο αύριο, ένα καλύτερο μέλλον, ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή. Καλύτερη από αυτήν που ζω, από αυτήν των γονιών μου. Άρχισα κιόλας να ονειρεύομαι. Να φαντάζομαι πώς θα είναι η ζωή μου, όταν τελειώσω τη σχολή. Θα ζω μόνη μου, θα δουλεύω, θα διασκεδάζω, θα διαβάζω, θα κάνω ταξίδια? Πόσα θέλω να κάνω!

Καθώς βγαίνω μισοχαμογελώντας από τις σκέψεις μου, το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα παιδί. Στην ηλικία μου πάνω κάτω. Κάθεται κάτω στο ακατέργαστο πάτωμα της πλατείας κοιτώντας γύρω του με ένα βλέμμα ανήμπορο και χαμένο. Ικετεύει για μερικά ψιλά τους ανθρώπους, που προχωρούν ανενόχλητοι και περνούν από μπροστά του μη δίνοντας του ούτε ένα βλέμμα συμπόνιας. Καθώς τον παρατηρώ αναρωτιέμαι: Γιατί; Γιατί αυτός; Ή μάλλον: γιατί όχι εγώ; Γιατί να μην έχει όσα εγώ; Δεν διαφέρουμε, σκέφτομαι. Εκατοντάδες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Εκνευρίζομαι. Βλέπεις σήμερα για να γίνεις κάποιος σπουδαίος πρέπει να έχεις πλούτη, εξουσία ή έστω ένα οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, που να σου επιτρέπει να σπουδάσεις. Που να σου εξασφαλίζει μια οικονομική άνεση για να στηριχτείς στα πόδια σου. Όλοι είναι έξυπνοι και όλοι αξίζουν μια καλύτερη ζωή. Τα χρήματα πάντα μπαίνουν εμπόδιο στα όνειρα. Πολλές φορές σε αφήνουν να ελπίζεις σε ένα όνειρο, που είναι πιθανό να μην πραγματοποιηθεί  ποτέ.

Οι σκέψεις μου διακόπτονται από ένα κύμα συναισθημάτων. Νοσταλγία, σκέφτηκα και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο. Στις αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία. Αυτές που ήταν θαμμένες εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αναπολώ τις μέρες που ήμουν κοριτσάκι ξέγνοιαστο, χωρίς να γνωρίζω για τον κόσμο και την πικρή αλήθεια του. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μη χάσω το καινούριο επεισόδιο της αγαπημένης μου σειράς, καθώς η μαμά με κυνηγούσε για να μου δώσει φάρμακο, όταν είχα πυρετό. Γέλασα και άφησα τις αναμνήσεις να ξαναγυρίσουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Σηκώθηκα, πήρα μια βαθιά ανάσα κι άρχισα να περπατώ προς το μέρος του αγοριού. Μόλις τον κοίταξα στα κάστανα μελιά μάτια του, που φώναζαν βοήθεια, ανέπνευσα και σκύβοντας κοντά τού είπα: «Ποτέ μη σταματήσεις να ελπίζεις», χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο. Και χαμογέλασε και αυτός. «Σε ευχαριστώ», μου απάντησε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως του έδωσα μια ελπίδα. Μια ελπίδα που ίσως χρειαζόταν πολύ. Γύρισα πάλι πίσω. «Όσο ακατόρθωτο κι αν φαίνεται μπορείς να τα καταφέρεις. Μπορείς να καταφέρεις να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου ανεξάρτητα από την τωρινή οικονομική σου κατάσταση. Μη σταματήσεις να ελπίζεις, γιατί τα όνειρα, ξέρεις, μπορούν να γίνουν πραγματικότητα». Μου υποσχέθηκε χαμογελώντας, με μια πίκρα είναι η αλήθεια στο βλέμμα, πως θα προσπαθήσει να κάνει όνειρα για να μπορεί να τα πραγματοποιήσει.

Leave a Comment