Πολλές φορές οι άνθρωποι προτιμούν τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους. Κάποιοι παίρνουν ζώα,  γάτες ή  σκύλους διότι θέλουν  να γεμίσουν ένα άδειο κομμάτι της ζωής τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα αγόραζαν ένα κατοικίδιο είτε γιατί είναι φιλόζωοι είτε γιατί δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, για λογούς μοναξιάς , για να έχουν παρέα, συντροφιά, αφού ένα ζώο που το μόνο που χρειάζεται είναι φροντίδα και αγάπη. Ξέρουν ότι δεν θα τους κρατήσει κακία κι ούτε θα τους πληγώσει,  όπως οι άνθρωποι. Ένας άλλος λόγος είναι, η προστασία από κλέφτες και η αίσθηση του να νιώθει κάποιος ασφαλής.   Ας γράψουμε λοιπόν ιστορίες για ?ζ?α! Για ζώα που είχαμε, που έχουμε, που θα έχουμε ή που θα θέλαμε να έχουμε?

Από τη Σταυρούλα Καμπάνταη

Η Ζαχαρένια

Κάποτε σε μια τεραστία πολυτελή βίλα ζούσε μια πάμπλουτη γυναίκα, η Λυδία. Ήταν πολύ όμορφη και αδύνατη. Το αγγελικό πρόσωπό της τόνιζαν τα μοναδικά πράσινα μάτια της, ενώ στους ώμους της έπεφταν τα μακριά καστανόξανθα σγουρά μαλλιά της

Κάθε μέρα, ξυπνούσε το πρωί και μια από τις είκοσι υπηρέτριες της τής έφερνε πρωινό στο κρεβάτι. Στη συνέχεια σηκωνόταν και πήγαινε στο γραφείο της για δουλειές και όλη την υπόλοιπη μέρα της, την περνούσε περπατώντας μόνη και θλιμμένη στο τεράστιο σπίτι της. Όταν δυστυχισμένη. Δεν ήχε τίποτα άλλο εκτός από το σπίτι της, τα λεφτά της και τις υπηρέτριες της, ούτε ένα φίλο. Η ζωή της ήταν τόσο βαρετή!

Μια ημέρα την πλησίασε μια υπηρέτρια της και της έδωσε ένα δέμα που της είχαν στείλει .Η Λυδία το κοίταξε προβληματισμένη . Δεν έλεγε πουθενά ποιος το είχε στείλει . Με γρήγορες κινήσεις  το άνοιξε και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε . Μέσα στο δέμα υπήρχε ένα ροζ μαξιλαράκι , πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένο ένα μικροσκοπικό κουταβάκι  με κάτασπρη γούνα και μαύρα ματάκια που με το φως του Ήλιου έλαμπαν . Η Λυδία αποφάσισε να το κρατήσει και επηρεασμένη από τη γούνα του το ονόμασε: Ζαχαρένια

Η Ζαχαρένια ήταν αχώριστη με τη Λυδία και είχε πάθει εμμονή μαζί της . Όμως και η Λυδία την αγαπούσε πάρα πολύ. Όταν είχε δουλειές την άφηνε στην κουζίνα με τις υπηρέτριες .  Η Ζαχαρένια καθόταν σε μια γωνίτσα και τις κοιτούσε με ένα γλυκό, παραπονεμένο ύφος. Ήταν τόσο έξυπνη . Ήξερε ότι έτσι θα ερχόταν και θα την χάιδευαν. Την εξυπνάδα της χρησιμοποιούσε και όταν η Λυδία την πήγαινε στον κτηνίατρο για εμβόλιο. Έκανε πως κοιμάται για να τη λυπηθεί η Λυδία και να μην την ξυπνήσει. Επίσης η Ζαχαρένια αγαπούσε όλο τον κόσμο και δεν γάβγιζε ποτέ, εκτός από μια ορισμένη περίπτωση . Σχεδόν κάθε μέρα η Λυδία πήγαινε βόλτα μαζί της  στο πάρκο. Κάποιες φορές η παντοδύναμη όσφρηση της εντόπιζε γάτες . Έτσι τα αντανακλαστικά της λειτουργούσαν και άρχιζε να τρέχει πιο γρήγορα από ποτέ. Η Λυδία μάταια προσπαθούσε να τη σταμάτησε . Όταν πήγαιναν σπίτι , η Λυδία άρχιζε να την μαλώνει , όμως αυτή κοιτούσα με ένα απερίγραπτο βλήμα και η Λυδία δεν τα κατάφερνε. Της είχε τόση μεγάλη αδυναμία.

Έτσι τα χρόνια πέρασαν και η Λυδία ήταν πια ευτυχισμένη . Ένα πρωί η Λάδια ξύπνησε μα η Ζαχαρένια όχι. Δεν ξύπνησα ποτέ ξανά, είχε πια πεθάνει. Η Λυδία ένιωθε κατεστραμμένη .Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το μοναδικό πλάσμα που κατάφερε να δώσει νόημα στη ζωή της, να την κάνει ευτυχισμένη δεν υπήρχε πια ! Το βράδυ η Λυδία είδε τη Ζαχαρένια στον ύπνε της. Της φώναζε : «Έρχομαι». Ήταν το τελευταίο της όνειρο ! Το επόμενο  πρωί είχε φύγει ? Είχε πάει να βρει τη Ζαχαρένια στον παράδεισο ?..

Από το Θεόδωρο Θεόδωρο Θεοχαρόπουλο

Η Τρούφα

Είναι ένα ανοιξιάτικο πρωινό, κάθομαι στον κόκκινο καναπέ του σαλονιού και σκέφτομαι πάλι την Τρούφα, το παλιό μου σκυλάκι. Ένα κάτασπρο μαλτεζάκι, νευρικό και κακομαθημένο. Παρόλο που ήταν μικρή, περίπου όσο μια παλάμη, γάβγιζε σε όποιο σκυλί έβλεπε μπροστά της, Λαμπραντόρ, Ντόπερμαν, Ροτβάιλερ, δεν την ένοιαζε. Αλλά αυτό δεν ήταν το πιο περίεργο πάνω της.

Ήταν χειμώνας, η χειρότερη εποχή! Ήμασταν στο σπίτι. Βαριόμασταν πάρα πολύ. Έψαχνα στο ίντερνετ  για να τελειώσω μια εργασία για το σχολείο  όταν ξαφνικά είδα μια διαφήμιση. Έλεγε: «Σχεδόν τζάμπα, καθαρόαιμο μαλτεζάκι μισή τιμή από τετρακόσια μόνο διακόσια ευρώ. Καλέστε στο παρακάτω νούμερο?». Έγραψα το τηλέφωνο αποφασισμένος να πείσω την μαμά μου να το πάρουμε. Την επόμενη κιόλας μέρα, την είχα πείσει. Αν μου μπει εμένα κάτι στο μυαλό, δεν μου βγαίνει με τίποτα!!! Πήγαμε και την πήραμε. Ήταν μια σταλιά. Μόλις την έπιασα στην παλάμη μου, η αγάπη ήταν αμοιβαία. Αυτή κουνούσε την μικροσκοπική ουρά της και με έγλειφε. Εγώ την κρατούσα όσο πιο σφιχτά μπορούσα αποφασισμένος να την φροντίζω και να την αγαπώ πάντα.

Την επόμενη εβδομάδα, είχαμε κανονίσει μια μεγάλη παρέα, πολλοί φίλοι μας θελαν  να την δουν. Μόλις μπήκαν μέσα, αυτή κουνούσε συνεχόμενα την ουρά της και χοροπηδούσε απ την χαρά της. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο κόσμο. Μετά από μισή ώρα κουράστηκε και  πήγε στο χαλί για να ξαπλώσει. Μετά από λίγη ώρα, ήρθε ο παππούς μου. Αυτή άνοιξε αδιάφορα το αριστερό της μάτι σαν να ήθελε απλώς να ελέγξει ποιος ήταν. Με το που μπήκε ο παππούς μου, άρχισε αμέσως τα αστεία! Όλη η παρέα ξεκαρδίστηκε. Η Τρούφα τινάχτηκε πάνω και άρχισε να γαβγίζει νευρικά. Μου φάνηκε ότι απλώς την ξυπνήσαμε και άρχισε να μας « μαλώνει» σα να λέμε!

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το έκανε μα όχι η τελευταία. Κάθε φορά που άκουγε το παραμικρό χαχανητό, πεταγόταν θυμωμένη και άρχισε να γαβγίζει.

Υπήρχαν πολλές εκδοχές για αυτό. Εγώ σκέφτηκα ότι ήταν ένας  τρόπος να μας πει ότι δεν το βρήκε αστείο. Η αδελφή μου είπε ότι μπορεί να νομίζει ότι γελάμε μαζί της. Η μαμά μου είπε ότι μπορεί να θέλει απλώς το αστείο. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, αυτό που έκανε ήταν αστείο και δεν σταμάτησε να το κάνει ποτέ.

Τώρα, μετά από δεκαοκτώ χρόνια, η Τρούφα έχει πλέον πεθάνει αλλά ξέρω ότι έζησε χαρούμενη και πέθανε πολύ μεγάλη.

Από τον Κοσμά Ιατρού

Ο φύλακας”

Μια φορά, ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Ήθελαν πολύ να κάνουν παιδιά όμως παρά τις προσπάθειές τους απέτυχαν. Έτσι, εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός του κήπου τους και αποφάσισαν να πάρουν ένα σκύλο συντροφιάς και φύλαξης.

Το χειρότερο λάθος που έκαναν όμως, ήταν να αγοράσουν το κουτάβι από πετ-σοπ χωρίς καλά καλά το κουτάβι να κλείσει τους δύο μήνες ζωής. (Αν το κουτάβι δεν έχει συμπληρώσει τους δύο μήνες ζωής και δεν έχει απογαλακτιστεί από την μητέρα του τότε θα δημιουργηθεί πρόβλημα ψυχολογικό και σωματικό για εκείνο). Το κουτάβι ήταν πλέον σωστός σκύλος, αφού είχε περάσει ένας χρόνος ζωής του και μπορούσε πλέον να αποτρέπει εύκολα τους ληστές που θα έμπαιναν στο σπίτι.

Ο σκύλος περνούσε την ημέρα του στην αυλή και δεν ήξερε καν πως είναι από μέσα η οικία των αφεντικών του. Δεν πήγαινε βόλτες, και δεν περνούσε χρόνο με τα αφεντικά του. Αυτοί είναι οι παράγοντες για ένα  μεγάλο σκύλο σαράντα πέντε κιλών και με δύναμη εξαιρετικά μεγάλη, να καταλήγει να είναι άγριος, να μην αφήνει να έρχονται σπίτι φιλικοί επισκέπτες, γιατί ήταν ανεξέλεγκτο, δεν ήταν αποτελεσματικό στην φύλαξη, ήταν ο εφιάλτης του ταχυδρόμου  για την πρωινή εφημερίδα και το κυριότερο δεν είχε καλή σχέση με το αφεντικό του.

Έτσι λοιπόν, στο δεύτερο έτος της ζωής του ο σκύλος ήταν πλέον αδέσποτος, κακόμοιρος και ο φόβος της γειτονιάς του, αφού είχε σπάσει κόκκαλα με το δάγκωμά  του και τρόμαζε τα μικρά παιδιά.

Έτσι  δεν άργησε η ώρα που τα πίσω πόδια του καταστράφηκαν από συνεχή πατήματα αλλοπρόσαλλων οδηγών οι οποίοι αποπειράθηκαν να το εξολοθρεύσουν.

Στο τρίτο έτος της ηλικίας του ξεψύχησε από λιθοβολισμό.

Υ.Γ. Η λογική ορισμένων ανθρώπων, έχω αυλή παίρνω σκύλο για προστασία, είναι μια λανθασμένη αντίληψη, με ολοφάνερα αποτελέσματα!

Leave a Comment