Από τη Λίλια Ιακωβάκη

«Περπατώ, περπατώ εις το δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι εδώ». Η δικιά μου γενιά μεγάλωσε μέσα σ? ένα κλίμα απαγορεύσεων και διπόλων ? αντιθέσεων. Αυτή η μανιχαϊστική σκέψη του καλού και του κακού δαιμονοποίησε συμπεριφορές, περιθωριοποίησε ανθρώπους, αμαύρωσε ολόκληρους πολιτισμούς, ετικετοποίησε επιθυμίες, προτιμήσεις, τάσεις.

Η ζωή μας, όμως, δεν περιορίζεται στο άσπρο και στο μαύρο. Είναι, ευτυχώς, πολύχρωμη. Γι? αυτό και στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας οι μαθητές του Α2 έγραψαν ένα «διαφορετικό παραμύθι», με τίτλο  « Όταν ο λύκος φοβάται?». Μικροί και μεγάλοι μας φίλοι, πιστεύουμε στο δικαίωμα των ανθρώπων να είναι ευτυχισμένοι,  ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ας απολαύσουμε τη φαντασία και την επινοητικότητα των μαθητών μας κι ας ανατρέψουμε τα στερεότυπά μας με διασκεδαστικό τρόπο.

 

Από τη Βασιλική Λιθοπούλου

Ο λύκος που φοβάται?

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος χιονισμένο και παγωμένο στη Σουηδία, ζούσε ένας λύκος που τον έλεγαν Τζέικοπ. Όλα τα ζώα τον αγαπούσαν. Τον είχαν σαν πατέρα τους μιας και ήταν μεγάλος σε ηλικία και σοφός.

Τα πράγματα  κυλούσαν ήσυχα στο πανέμορφο δάσος. Κάθε μέρα η κυρία κουκουβάγια με τα μάτια γεμάτα γνώση και αφοσίωση, μάθαινε στα νεαρά ζώα ανάγνωση και γραφή. Η δεσποινίς ελαφίνα, κάθε μέρα τέτοια εποχή,  δεν βρισκόταν στα στέκια της. Έκανε πρόβες για την Πρωτοχρονιά. Ήταν πρώτη-πρώτη στο έλκηθρο του Αι Βασίλη.  Αξίωμα για όλους τους ταράνδους και τα ελάφια του κόσμου και δικό της επίσης.

Είχε κι ένα άλλο, επίσης, προνόμιο.  Κάθε μέρα καλημέριζε τον κύριο αετό που ήταν φίλος της. Αυτός φύλαγε το δάσος από τυχόν δυσάρεστες επισκέψεις. Μόλις έβλεπε ύποπτη κίνηση, ενημέρωνε πρώτη την ελαφίνα και μαζί ειδοποιούσαν και τα υπόλοιπα ζώα,  για να προφυλαχτούν από τον κίνδυνο που ερχόταν. Μόνο που «κάτι» δεν το είχε παρατηρήσει κανείς?

Στο δάσος, εκτός από τα ζώα, ζούσε και ένας άνθρωπος, ο κύριος Πήτερ. Ενενηντάρης και παππούς, δεν είχε κανέναν στη ζωή και όλα τα ζώα απορούσαν πώς και δεν έφευγε στην πόλη, αφού οι συνθήκες του κλίματος δεν ήταν ιδανικές και ούτε η καλύβα, όπου έμενε, μπορούσε να τον προστατέψει από το κρύο. Βεβαίως, πρόβλημα δεν είχε δημιουργήσει σε κανένα ζώο. Όλα τα αγαπούσε και πιο πολύ τον Τζέικοπ.

«Μαζί θα πεθάνουμε καλέ μου φίλε», έλεγε στον Τζέικοπ χωρίς να περιμένει απάντηση. Και, όντως, ήταν και οι δύο τους μεγάλοι σε ηλικία. Όμως, ο Τζέικοπ είχε κάνει οικογένεια και ας μην ήθελε να το θυμάται. Ήταν χειμώνας, όταν κυνηγοί σημάδεψαν τον μονάκριβο γιο του, την ώρα που κοιμόταν ήσυχος κάτω από ένα δέντρο. Η θλίψη του Τζέικοπ ήταν αφόρητη και κάθε μέρα τού μάραζε όλο και πιο πολύ την καρδιά. Αλλά τώρα το είχε ξεπεράσει και κατάφερε να ζει μόνος του σε μια σπηλιά. Αφιερώθηκε στα βιβλία του και στον κόσμο γύρω του.

Μια μέρα, τα ζώα ξύπνησαν αναστατωμένα από τον ύπνο τους, όταν αντίκρισαν  κάτι που τους τρόμαξε. Παγετώνας!!! Τσίριξε ένα μικροσκοπικό λαγουδάκι που με δυσκολία περπατούσε πάνω στο παγωμένο λευκό χιόνι και έτρεχε κλαίγοντας προς την αγκαλιά της μαμάς του.

«Καλέ μας Τζέικοπ, ποτέ δεν είχες προβλέψει ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε!» του είπαν οι φίλοι του.  Ο Τζέικοπ, σκεφτικός, κοιτάζει τον ουρανό, αλλά μόνο σύννεφα έβλεπε. «Πρέπει να είναι κάτι προσωρινό. Μια απλή χιονοθύελλα τίποτα σημαντικό», λέει ξαφνιασμένος και επιστρέφει στη σπηλιά του ανήσυχος.

Τα ζώα γύρισαν στα σπίτια τους να πλέξουν ρούχα για τα παιδιά τους. Την επόμενη μέρα, ο Τζέικοπ ανακοίνωσε στα παιδιά των ζώων ότι θα έκανε Μαθήματα Προστασίας από Ατυχήματα στο χιόνι. Το απόγευμα όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν στη σπηλιά και γεμάτα ανυπομονησία περίμεναν να δουν τι θα τους μάθαινε.

«Αγαπητά μου παιδιά, σήμερα σας κάλεσα όλους εδώ, γιατί πιστεύω πως όλοι σας πρέπει να ξέρετε πώς να αντιδράσετε, όταν ένα ατυχές γεγονός συμβεί στο δάσος μας. Ενημερώθηκα από τον παππού Πήτερ ότι ο παγετώνας θα υποχωρήσει σε μια εβδομάδα. Όμως, μέχρι τότε, θα πρέπει να μάθετε να προστατεύετε τον εαυτό σας. Παιδιά μου, θα πρέπει να γνωρίζετε πρώτα απ?όλα ότι το άγχος και ο φόβος, όταν σε κατακλύζουν, σου παραλύουν το μυαλό.  Ξέρω ότι όλοι φοβηθήκαμε όταν είδαμε τι συνέβη. Αν πιστέψουμε πως όλα θα πάνε καλά, αν πιστέψουμε πως μετά απ? αυτό θα ζήσουμε και θα έχουμε να θυμόμαστε φανταστικές εμπειρίες και αν πιστέψουμε σε εμάς, τότε μόνο μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μην απελπίζεστε. Να θυμάστε ότι πρέπει να αγωνίζεστε. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Όταν γνωρίζετε τους φόβους σας, τότε μόνο μπορείτε να τους αντιμετωπίσετε. Επίσης, αυτά που σας λέω τώρα, σας τα λέω, για να τα θυμάστε σε όλη σας τη ζωή», είπε συγκινημένος. Τότε όλα αυτά τα μικρά πλασματάκια σηκώθηκαν και άρχισαν να χειροκροτούν. Η μέρα τελείωσε και όλα πήγαν καλά.

Την επόμενη μέρα τα πράγματα ήταν καλύτερα. Το κρύο μειώθηκε και οι χιονοπτώσεις λιγόστεψαν. Έτσι, το μικροσκοπικό λαγουδάκι,  αγνοώντας τα λόγια του αγαπημένου σε όλους Τζέικοπ, βγήκε έξω από τη φωλιά του χοροπηδώντας χαρούμενα και ξεκίνησε έναν περίπατο μέσα στο δάσος με ένα καλαθάκι στο χέρι λέγοντας πως θα μάζευε μερικά βατραχάκια, για να παίξει. Ξαφνικά, ο Τζέικοπ βγήκε από τη φωλιά του και αντίκρισε το χαρούμενο αλλά άμυαλο λαγουδάκι. Ανήσυχος, άρχισε να τρέχει προς το μέρος του, όπως, όταν ήταν έφηβος. Ένας πανέμορφος λύκος γεμάτος όρεξη για ζωή. Το λαγουδάκι κατευθύνθηκε προς την παγωμένη λίμνη. Την κοίταξε. Είχε κρυσταλλώσει και, σαν καθρέφτης,  καθρέφτιζε τα δέντρα και τα πουλιά στον ουρανό. Τότε, το λαγουδάκι άρχισε να τρέχει χαρούμενο πάνω στο λεπτό στρώμα πάγου. Η μαμά του έτρεξε γρήγορα προς το μέρος του και και του φώναξε να γυρίσει πίσω, γιατί θα έπεφτε στο νερό. Το λαγουδάκι αδιαφόρησε εντελώς και συνέχισε να χοροπηδάει. Τότε γκρανκ, έσπασε ο πάγος και το λαγουδάκι έφτασε στον πάτο της λίμνης. Η μητέρα του άρχισε να κλαίει και να φωνάζει  και να εκλιπαρεί για βοήθεια. Ξαφνικά,  ο Τζέικοπ βούτηξε μέσα στο νερό και έπιασε από τον λαιμό το μικροσκοπικό λαγουδάκι. Βγήκε στην επιφάνεια  και το έδωσε στη μητέρα του, που σχεδόν πετούσε από τη χαρά της, όταν  είδε το παιδάκι της ζωντανό.

Ο Τζέικοπ δεν είπε τίποτα. Έμεινε πάνω στην παγωμένη λίμνη και σκέφτηκε τον γιο του. Σκέφτηκε ότι δεν μπόρεσε να σώσει τον μονάκριβο γιο του, έσωσε, όμως, αυτό το χαριτωμένο λαγουδάκι.  Τώρα μπορούσε να πεθάνει. Έπεσε στον πάγο και η καρδιά του άρχισε να σβήνει. Όλα τα ζώα έτρεξαν προς το μέρος του.  «Ο Τζέικοπ πήγε να βρει αυτόν που έλειπε από τη ζωή του», έλεγαν τα ζώα. «Ο Τζέικοπ είναι ήρωας!», έλεγαν κάποια άλλα ζώα  και, μέσα στη γλυκιά μελωδία των φωνών, ο Τζέικοπ κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε για πρώτη φορά ήσυχος, μετά από τόσα χρόνια. Τον έθαψαν δίπλα στο γιο του και χάραξαν στις καρδιές τους, ο καθένας κάτι διαφορετικό, για να θυμούνται τον Τζέικοπ, τον ήρωά τους!!!

                                                                                   

Από τη Νατάσα Καρταλάκη

O λύκος που φοβάται?

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας λύκος. Ζούσε σε ένα πολύ μεγάλο δάσος το οποίο ήταν  σε ένα ύψωμα και πολύ απομακρυσμένο. Δεν υπήρχαν άνθρωποι και οι λύκοι ήταν λίγοι. Το δάσος ήταν τρομακτικό, γι? αυτό κανείς δεν τολμούσε να πατήσει το πόδι του εκεί. Ήταν γεμάτο δέντρα και αγριολούλουδα.

Ο λύκος ζούσε μόνος του, δεν είχε φίλους και δεν έφευγε ποτέ από το δάσος . Ήταν μεγάλος με γκρίζο τρίχωμα και κοφτερά δόντια. Η εμφάνισή του ήταν αρκετά τρομακτική, όμως, ήταν αγαθός, καλός και δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν. Αλλά ήταν πάρα πολύ στενοχωρημένος και θλιμμένος γιατί δεν είχε φίλους. Επίσης, φοβόταν το σκοτάδι και ένιωθε ανασφάλεια τη νύχτα. Επιπλέον ήταν μόνος του. Έτσι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.

Κάθε μέρα που περνούσε ήταν και πιο δυσβάστακτη. Μια μέρα βροχερή, ο λύκος αποφάσισε να πάει μία βόλτα για να περάσει την ώρα του.

Εκεί που περπατούσε ανέμελος, ξαφνικά, συνάντησε στον δρόμο του ένα αρνάκι που έπινε νερό σε ένα απότομο ρυάκι. Δυστυχώς, το νερό παρέσυρε το αρνάκι προς τον καταρράκτη. Ο λύκος έτρεξε να το βοηθήσει αλλά το νερό ήταν τόσο ορμητικό που παρέσυρε και αυτόν. Τότε, όλα πάγωσαν, το νερό σταμάτησε να ρέει, ο λύκος και το αρνάκι έμειναν ακίνητοι. Ως δια μαγείας, το δάσος άρχισε να γίνεται πανέμορφο σαν παράδεισος, όπως στα παραμύθια. Τα δέντρα έβγαζαν καρπούς, τα νερά κυλούσαν ήρεμα, τα πουλιά κελαηδούσαν γεμάτα ζωντάνια και παντού υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια.

Πλέον το δάσος δεν ήταν άγριο και τρομακτικό! Όμως αυτό ήταν τόσο περίεργο! Το αρνάκι και ο λύκος έμειναν άφωνοι θαυμάζοντας το δάσος. Εκείνη τη στιγμή μέσα από μια μικρή μαργαρίτα ξεπροβάλλει μια ακόμα πιο μικρή νεραϊδούλα. Ήταν υπέροχη, όπου πατούσε άφηνε νεραϊδόσκονη. Χάρη σε αυτήν, το δάσος έγινε  παραδεισένιο. Ο λύκος δεν ένιωθε πια μοναξιά, φόβο, ή λύπη.

Τέλος ο λύκος, η νεράιδα και το αρνάκι έγιναν αχώριστοι φίλοι. Έτσι, έφτιαξαν ένα δεντρόσπιτο και έζησαν εκεί για πάντα αγαπημένοι. 

Από τον Κοσμά Ιατρού

Ο  Λύκος που φοβάται?     

Μια φορά, σε ένα μεγάλο δάσος, σε ένα πολύ μεγάλο βουνό, ζούσαν πάρα πολλά ζώα. Ανάμεσα σε αυτά, ζούσε κι ένας λύκος.

Μια μέρα στο δάσος αυτό, βρέθηκε μια ομάδα ατόμων η οποία εργαζόταν σε τσίρκο. Η ομάδα αυτή ήθελε να βρει και να συγκεντρώσει άγρια ζώα, για να τα χρησιμοποιήσει σε παραστάσεις. Τα ζώα, όλα έντρομα, κρύφτηκαν, όπου έβρισκαν. Εκτός από τον λύκο ο οποίος έμεινε εκεί, για να προφυλάξει τους φίλους του τα ζώα  μπρος στην απειλή του ανθρώπου.  

Ο λύκος, όμως, έπεσε στην παγίδα τους και  καθώς η ανθρώπινη πονηριά ξεπερνάει αυτήν των ζώων, όταν τους επιτέθηκε ο λύκος, τον χτύπησαν με ένα υπνωτικό στον λαιμό και στη συνέχεια τον κλείδωσαν σε ένα κλουβί, για να τον μεταφέρουν. Τον πήγαν στο τσίρκο και από τότε άρχισε η σκληρή ζωή του λύκου.

Εκπαιδευόταν καθημερινά σκληρά και απάνθρωπα στο να κάνει διάφορα κόλπα. Έτσι, σιγά σιγά, άρχισε να χάνει τη φύση του. Δεν κυνηγούσε πλέον, για να εξασφαλίσει την τροφή του, δεν έτρεχε ελεύθερος και, το σημαντικότερο, δεν είχε τους φίλους του.

Κάποια μέρα μια φιλοζωική οργάνωση έκανε μήνυση στο τσίρκο για εκμετάλλευση και κακοποίηση ζώων. Τότε τα ζώα επέστρεψαν το καθένα στο δάσος του κι ο λύκος στο δικό του, όπως και τα υπόλοιπα. Ο λύκος, όμως, δεν ήταν πια ο ίδιος, ο ατρόμητος και γενναίος που όλοι τον θαύμαζαν. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα φοβισμένο ζώο που ακόμη και η σκιά του τού προκαλούσε φόβο. Φοβόταν τα υπόλοιπα ζώα, τη μοναξιά αλλά και τον θάνατο.                                                                                                                                          

Ανήμπορος να κυνηγήσει, καθώς έψαχνε απελπισμένος  για τροφή, τον αναγνώρισαν κάποιοι από τους παλιούς του φίλους. Εκείνος, όμως, αναστατώθηκε, τρόμαξε και άρχισε να τρέχει. Νόμιζε πως ήθελαν να τον βλάψουν και βρήκε καταφύγιο σε μια μικρή σπηλιά, όπου και εκεί ήταν μόνος και αβοήθητος μέχρι να τον βρει ο θάνατος.

                                                                                                               

                                        

Leave a Comment