Αφορμή για την απόπειρα συγγραφής των δικών μας αφηγηματικών κειμένων στάθηκε το διήγημα της Έλλης Αλεξίου «Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν». Στο κείμενο παρουσιάζεται ο αγώνας μιας μητέρας να ζήσει και να στηρίξει τα παιδιά της, όσο ο άντρας της βρίσκεται στην εξορία. Έντονες όμως είναι οι οικονομικές δυσκολίες και όλων των ανθρώπων της μεταπολεμικής Ελλάδας. Σήμερα πώς είναι αλήθεια τα πράγματα; Δε ζούμε βέβαια στη μεταπολεμική εποχή αλλά οι συνθήκες ζωής πολλών συνανθρώπων μας είναι πολύ δύσκολες. Μετράμε επίσης πολλούς «αυτοεξόριστους» στο εξωτερικό, γιατί εδώ δεν τα βγάζουν πέρα. Οι δυσκολίες επομένως για βιοπορισμό και κοινωνική ένταξη είναι παρούσες στην Ελλάδα όλων των εποχών. Διαβάστε τις ιστορίες μαθητών του Β2 σ? ένα φανταστικό τοποθετημένες χωροχρόνο!

 

Από τον Εμμανουήλ Καψάλη

«Μια φορά κι έναν καιρό»

Πριν κάμποσα  χρόνια, όχι  και τόσο παλιά , κατά την διάρκεια της Χούντας ,στην Αθήνα μία γυναίκα  με τα τρία της παιδάκια καθόταν στην πλατεία της Ομόνοιας  και ζητιάνευαν για μια φραντζόλα  ψωμί. Αυτό συνέβαινε διότι η μητέρα των τριών παιδιών είχε χηρέψει, με αποτέλεσμα να μην έχει αρκετά  χρήματα για να θρέψει τα τρία της παιδία, που κανένα από αυτά δεν είχε γνωρίσει πατέρα.

Σήμερα ήταν μία ξεχωριστή μέρα για όλους, ειδικότερα για τη μητέρα των παιδιών, διότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων και την παραμονή Χριστουγέννων μάζευε τα περισσότερα λεφτά και αγόραζε και από  ένα μικρό δωράκι σε κάθε παιδί της. Συνήθως ένα αυτοκινητάκι στον μικρό της γιο τον Κωνσταντίνο και κάνα δυο στρατιωτάκια στον λίγο μεγαλύτερο γιο της τον Ιορδάνη. Στην μικρή της κόρη την Ευαγγελία αγόραζε συνήθως μια κούκλα.

Η Υβόννη ,η μητέρα των παιδιών, δεν μπορούσε να βρει μια καλή δουλεία διότι όπου κι αν πήγαινε, βλέποντας την οι μαγαζάτορες την έδιωχναν λόγω των σκισμένων ρούχων της και της μυρωδιάς τους. Έτσι η Υβόννη αναγκαζόταν να ζητιανεύει για να μεγαλώσει τα παιδία της.       

Ο Άντρας της Υβόννης  είχε σκοτωθεί σε μια συμπλοκή που έγινε έξω από την πλατεία Συντάγματος από τη σφαίρα ενός αστυνομικού. Σ? εκείνη την συμπλοκή είχαν δολοφονηθεί άλλα δέκα άτομα. Τα εννέα από σφαίρα ,μέσα στα οποία βρίσκονταν και ο άντρας της Υβόννης, και ο δέκατος από άγριο ξυλοδαρμό.

Η Υβόννη όταν έμαθε ότι η ώρα ήταν 7 ακριβώς, πήρε τα παιδιά της και τα πήγε στην εκκλησία, διότι έπρεπε ,όπως έλεγε  να φωτιστούν όλα τους αυτή την άγια μέρα. Αφού άφησε τα παιδία της στην εκκλησία, έτρεξε στο πόστο της .Κατά τις 9 πήγε και πήρε τα παιδία της από την εκκλησία ,αφού πρώτα ευχαρίστησε τους επιτρόπους  που τα κράτησαν. Εκείνοι της έδωσαν δυο πιάτα από το  συσσίτιο της  μέρας. Η Υβόννη έφυγε χαρούμενη για να πάνε στο υποτιθέμενο σπίτι τους που δεν ήταν άλλο από έναν παλιό αχυρώνα ο οποίος φιλοξενούσε δυο άλογα, τρεις αγελάδες και πέντε κότες. Τώρα ο αχυρώνας  φιλοξενεί και την Υβόννη και τα παιδία της. Η μητέρα είπε στα παιδία της να πάνε να κοιμηθούν για να έρθει ο άγιος Βασίλης να τους φέρει τα δώρα. Τα παιδιά χαρούμενα έπεσαν γρήγορα για ύπνο και μόλις η Υβόννη κατάλαβε ότι είχαν κοιμηθεί για τα καλά έτρεξε στα μαγαζιά για να αγοράσει  τα συνηθισμένα δώρα. Όταν  πήγε  στο πρώτο μαγαζί έμαθε ότι δεν υπήρχαν άλλα αυτοκινητάκια διότι είχαν πουληθεί όλα. Το ίδιο συνέβη και με τις κούκλες και  με τα στρατιωτάκια. Έτρεχε από το ένα μαγαζί στο άλλο όμως σε κανένα μαγαζί δεν βρήκε τα συνηθισμένα  δώρα των παιδιών .Το κακό όμως είναι ότι δεν μπορούσε να αγοράσει και τίποτε άλλο, διότι δεν είχε αρκετά χρήματα αλλά ούτε και πολύ χρόνο για να βρει κάτι πιο φτηνό αφού έκλειναν τα μαγαζιά. Επίσης ,αν δεν ήταν στο σπίτι της στις 9 ακριβώς, αν την έβλεπε κάποιος αστυνομικός θα ήταν αναγκασμένος να την συλλάβει,  διότι υπήρχε νόμος «όποιος κυκλοφορεί στους δρόμους μετά τις 9 θα συλλαμβάνεται». Δυστυχώς για την Υβόννη η ώρα ήταν 8 και μισή και έπρεπε να ήταν στο σπίτι της όσο πιο γρήγορα γινόταν. Απελπισμένη πήρε το δρόμο της επιστροφής ξέροντας ότι τα παιδία της θα στεναχωρηθούν πολύ, όταν δεν θα βρουν δώρα για τα Χριστούγεννα και ακόμα πιο πολύ, όταν θα ξέρουν ότι τα άλλα παιδία θα κρατάνε τα νέα τους παιχνίδια όλο χαρά και θα τα δείχνουν το ένα στο άλλο. Δυστυχώς η Υβόννη γύρισε στον αχυρώνα χωρίς δώρα.

Την επόμενη μέρα τα παιδία ξύπνησαν όλο χαρά και κατέβηκαν να δούνε τα δώρα    που τους έφερε ο Άγιος Βασίλης .Προς  μεγάλη  τους έκπληξή  δεν βρήκαν δώρα και για την υπόλοιπη μέρα ήταν στεναχωρημένα. Η Υβόννη τότε τους εξήγησε  ότι ο Άγιος Βασίλης δεν ήρθε, διότι δεν είχε αρκετά δώρα  να  μοιράσει  εκείνη  τη  χρονιά, αλλά τους υποσχέθηκε ότι θα έρθει του χρόνου.

 

Από την Έλενα Κεσμήρη

«Ένα ξεκούρδιστο πιάνο»

 Άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε το κρύο και βρώμικο πεζοδρόμιο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από χθες. Έβηξε. Η ίωσή του είχε χειροτερέψει. Προσπάθησε να σκεπαστεί με την κουρελιασμένη κουβέρτα που είχε βρει στον κάδο της πιο πάνω γειτονιάς. Πλέον αυτή ήταν η δουλειά του. Έψαχνε. Ζητιάνευε. Όλα είχαν αλλάξει. Ή μάλλον δεν πρόλαβαν να αλλάξουν καν. Είχε όνειρα, ελπίδες, σχέδια, όρεξη και πάθος για το αύριο. Πού να φανταζόταν ότι θα κατέληγε μόνος και ετοιμοθάνατος, χωρίς ελπίδες.

Έλεγε ότι ποτέ δεν θα παρατήσει την προσπάθεια. Ήταν από τους ανθρώπους που έδιναν τα πάντα για τα όνειρα τους. Το μόνο που ήθελε, ήταν να μείνει στην ιστορία ως ‘ο καλύτερος συνθέτης’. Το ίδιο του το πάθος, τον άφησε απένταρο. Τον έκανε να νοιώσει άσχημα, χαμένος και άχρηστος. Από μικρός το μόνο που έκανε, ήταν να κάθεται στο μικρό δωματιάκι του και με το φως του κεριού ώρες και ώρες να συνθέτει, με το ξεκούρδιστο και παλιό πιάνο. Ήταν της μητέρας του. Το μόνο που του είχε απομείνει απ? αυτήν μετά τον πόλεμο. Παρόλα αυτά τα κατάφερε.      

Μετά τον πόλεμο μπόρεσε και μπήκε στην σχολή που ήθελε. Πίστευε ότι το όνειρο του θα γινόταν πραγματικότητα. Σπούδασε. Ήταν ο καλύτερος. Ποτέ δεν έπαψε να γράφει μουσική. Συνέχισε. Δεν ήθελε να πάρει απλά ένα πτυχίο που να λέει ότι κατάφερε  να  γίνει  ένας  συνθέτης. Δεν του έφτανε. Για πολύ καιρό βοηθούσε μικρούς καλλιτέχνες της εποχής του. Έγραφε γι? αυτούς μουσική. Πίστευε πως θα έφταναν στην κορυφή και πως θα ακουγόταν έτσι  και το δικό  του όνομα. Ποτέ. Ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Πεινούσε και υπέφερε.     

Αποφάσισε να αφήσει τους εγωισμούς και να ψάξει για κάποια δουλειά που δεν ήταν στο αντικείμενό του. Δούλεψε για δυο μήνες σε ένα εστιατόριο. Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά, αλλά δεν διαμαρτυρόταν. Δεν ήθελε να απολυθεί, ήταν η μόνη του ελπίδα για επιβίωση. Όμως, το αφεντικό του βρήκε την ευκαιρία και τον έδιωξε. Συνέχιζε  να  μην τα βάζει κάτω. Συνέχισε να γράφει. Αδιέξοδος. Πούλησε μέχρι και το σπίτι του, μαζί με το πιάνο της μητέρας του για λίγα χρήματα. Κατέληξε άφραγκος, μόνος στο πεζοδρόμιο να ζητιανεύει.

Πλέον το μόνο που κάνει, είναι να σιγοτραγουδάει τις μελωδίες του, έξω, μόνος του, μέσα στην ερημιά της παγωμένης και άκαρδης πόλης. Σηκώθηκε όρθιος. Μάζεψε την κουβέρτα του. Κοίταξε το ποτηράκι του. Αυτή ήταν η ζωή του πλέον…

                            

Από την Καλλιόπη Θεοδωράκη 

Ένα σαξόφωνο, μια ιστορία”            

31 Δεκεμβρίου 194?Η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία. Παραμονή πρωτοχρονιάς και οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους με τις πόρτες μανταλωμένες. Είναι δώδεκα η ώρα και ο Charlie κοιμάται ειρηνικά, πάνω στο πεζοδρόμιο, με μόνη συντροφιά το αγαπημένο του σαξόφωνο.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που έχει βρει στέγη για τη παραμονή της πρωτοχρονιάς, παίζοντας μουσική σε μια πλούσια έπαυλη. Όσο ζούσαν οι γονείς του, μάθαινε σαξόφωνο, αλλά αφότου πέθαναν δεν είχε την ευκαιρία να το συνεχίσει ή έστω να το αξιοποιήσει, αφού με δυσκολία έβγαζε το ψωμί του δουλεύοντας σκληρά στις οικοδομές. Μα τώρα πια είχε μεγαλύτερους φόβους. Οι Ιταλοί έκαναν επιδρομές τα απογεύματα, αλλά αυτός δεν είχε πόρτα για να κλειδώσει ούτε και σπίτι για να προστατευτεί. Είχε μόνο ένα κομμάτι του πεζοδρομίου, ένα σαξόφωνο και ένα τρύπιο καπέλο για τους λίγους περαστικούς που θαύμαζαν τη μοναχική μελωδία που έπαιζε. Κατάφερε όμως να κερδίσει ένα στεγασμένο μέρος, για να κοιμηθεί. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

Πριν λίγες μέρες, πέρασε από τη γειτονία ο οικονόμος της οικογένειας  Linkonl -μιας πλούσιας εγγλέζικης καταγωγής οικογένειας, ο οποίος αναζητούσε απεγνωσμένα σαξοφωνίστα για την παραμονή της πρωτοχρονιάς . Είδε λοιπόν τον Charlie και μη έχοντας άλλη επιλογή του ζήτησε να παίξει στη μικρή τους jazz μπάντα, για τη διασκέδαση των καλεσμένων. Κι αυτό με αντάλλαγμα ένα μέρος για να κοιμηθεί. O Charlie ήξερε πως αν έμενε έξω τη νύχτα , είτε θα πέθαινε από το κρύο και την πείνα ,είτε από τα τρομακτικά όπλα των Ιταλών και τελικά δέχθηκε.

Μετά από λίγο, ένα ακριβό μαύρο αυτοκίνητο τους μετέφερε μπροστά σε μια μαρμάρινη, σκαλιστή είσοδο που στο κέντρο της φώτιζε το σύμβολο της οικογένειας. Στη συνέχεια πέρασαν στον κήπο με τα πολύχρωμα ευωδιαστά τριαντάφυλλα. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσο όμορφα λουλούδια. Και καθώς προχωρούσε στο μεγάλο, κεντρικό, πέτρινο διάδρομο με τα κουρελιασμένα του ρούχα ένιωσε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους και τον εαυτό του. Τότε ένα ξαφνικό ρίγος τον διαπέρασε και το σώμα του άρχισε να βαραίνει . Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό , ήταν πόνος. Σκέφτηκε όμως πως θα προκαλούσε προβλήματα στην οικογένεια αν το ανέφερε, και έτσι έμεινε σιωπηλός. Μόλις πέρασε μέσα στην έπαυλη του δόθηκε ένα μαύρο κουστούμι και ένα ζευγάρι γυαλιστερά παπούτσια. Αφού ενθουσιασμένος τα δοκίμασε, ο οικονόμος τον μετέφερε στον χώρο όπου βρισκόταν η ορχήστρα. Του δόθηκε μια παρτιτούρα και του ζητήθηκε να παίξει. Μαγικές μελωδίες ακούστηκαν και έτσι ξεκίνησαν οι πρόβες. Τα μεσάνυχτα είχαν φύγει πια όλοι, αλλά αυτός δε είχε τέτοιο δικαίωμα. Ήταν αναγκασμένος να μένει εκεί όλη τη νύχτα κάνοντας εξάσκηση ,για να μην κάνει το παραμικρό λάθος μπροστά στους σημαντικούς καλεσμένους, όπως του ανέφερε η Κυρία Linkoln. Σιγά -σιγά όμως τα φώτα έσβηναν και ο πόνος του Charlie γινόταν όλο και δυνατότερος. Δεν ερχόταν κανένας να του δώσει κάτι να φάει ή έστω να πιεί. Δεν ερχόταν κανένας να ακούσει τη γλυκιά μελωδία του σαξοφώνου του. Έχει μείνει μόνος του μέσα σ? ένα σκοτεινό δωμάτιο χάνοντας τις δυνάμεις του από τον τρομερό πόνο. Σκέφτηκε όμως πως, αν ξεπερνούσε τις δυσκολίες, θα αποσπούσε τα χαμόγελα πολλών ανθρώπων που θα άκουγαν τη μουσική του.

Όταν πια έφτασε το πρωί , ο Charlie παρακολουθούσε σφίγγοντας το στομάχι του τους υπηρέτες να μεταφέρουν φαγητά, τραπέζια και καρέκλες, ενώ γιορτινές μυρωδιές περνούσαν στην ατμόσφαιρα από τη φανταχτερή κουζίνα και πολλοί chef έτρεχαν στο χώρο, δοκιμάζοντας τα σιρόπια σοκολάτας που θα περιέχυναν αργότερα πάνω στις βασιλόπιτες. Βλέποντας τους κουρασμένους ανθρώπους, έτρεξε να βοηθήσει. Και καθώς σήκωνε μία απ’ τις βαριές άσπρες καρέκλες ένας μάγειρας παρατήρησε το κουρασμένο, χλομό του πρόσωπο, όμως δεν έδωσε σημασία.

Μετά από τις τελευταίες προετοιμασίες, πολλοί νέοι αριστοκράτες παρουσιάστηκαν στην αίθουσα , ενώ ο Charlie είχε ήδη πάρει τη θέση του στη jazz μπάντα. Ο κύριος Linkoln χτύπησε ευγενικά το γυάλινο ποτήρι του και ανακοινώσε την έναρξη της γιορτής. Τότε βιολιά, τσέλα, τρομπέτες , πιάνο και κυρίως σαξόφωνο μάγεψαν τους καλεσμένους με τους διαπεραστικούς ήχους τους. Πολλοί κάθονταν στο στολισμένο τραπέζι τρώγοντας και άλλοι χόρευαν με όμορφες πλούσιες δεσποινίδες.

Αυτό ήταν το μοναδικό δώρο που ήθελε να πάρει ο Charlie. Να φέρει χαμόγελα στους ανθρώπους με τη μουσική του. Ήταν τόσο ευτυχισμένος όσο ποτέ στη ζωή του. Ξαφνικά κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπό του. Το φως μπροστά στα μάτια του γινόταν θολό και τα πόδια του αδύναμα. Γονάτισε στο πάτωμα και με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει συνέχισε να παίζει. Όμως ο οικονόμος εκνευρισμένος, τον άρπαξε απ’ το γιακά και τον έσυρε έξω. “Ανόητε!” Του είπε. ” Σου έδωσα μέρος να κοιμηθείς, εσύ όμως, από ότι φαίνεται κοιμήθηκες και τα κατέστρεψες όλα! Αυτό είναι το ευχαριστώ σου; ” Του φώναξε. Αυτός συνέχισε να παίζει αργά και ήρεμα με το σαξόφωνό του, μέχρι που ο οικονόμος τον παράτησε και επέστρεψε στην έπαυλη. Το χιόνι έπεφτε, o πόνος είχε χάσει την  επίδρασή του, και ο μοναχικός ήχος του οργάνου είχε πια σταματήσει από τη ριπή ενός ιταλικού όπλου. Είναι δώδεκα η ώρα και ο Charlie κοιμάται ειρηνικά πάνω στο πεζοδρόμιο, χαμογελώντας, με μόνη του συντροφιά το αγαπημένο του σαξόφωνο.

 

Από το Μιχάλη Μιχαηλίδη 

«Χριστουγεννιάτικο θαύμα»

Η οικογένεια του Κώστα είναι μια συνηθισμένη οικογένεια που έμεναν στο διπλανό  μας  σπίτι. Τους ήξερα πολύ καλά ,γιατί με τον Κώστα κάναμε πολύ παρέα και βρισκόμασταν στο σχολείο.

Ξαφνικά  όμως όλα άλλαξαν, όταν ο  πατέρας του απολύθηκε από την δουλειά. Δούλευε σε μια βιοτεχνία ρούχων, που με την σημερινή οικονομική κρίση κατέρρευσε και έτσι μέσα σε μια νύχτα έμεινε χωρίς δουλειά.Η ζωή τους δυσκόλεψε πολύ και άλλαξε προς το χειρότερο.

Ο  Κώστας δεν μας ακολουθούσε πια στις εξόδους, στα πάρτι και στις εκδρομές. Κλεινόταν μέσα στο σπίτι και κάναμε καιρό να τον δούμε στην γειτονιά. Δεν συμμετείχε πια σε κανένα παιχνίδι. Αυτό με  τρόμαζε πολύ, στεναχωριόμουν με την κατάσταση του φίλου μου αλλά δεν ήξερα τι να κάνω για να τον βοηθήσω.

Μια μέρα στο σχολείο  τον είδα χαρούμενο και με αλλαγμένη διάθεση. Τον ρώτησα τι είχε συμβεί και μου είπε ότι ο πατέρας του τελικά είχε βρει δουλειά σε ένα ορυχείο  στο Βέλγιο.

Τα νέα ήταν ευχάριστα και δυσάρεστα μαζί ,γιατί θα  αποκτούσαν ξανά  μια σχετική οικονομική άνεση αλλά θα ήταν μακριά ο πατέρας του. Ο καιρός κυλούσε και ο φίλος μου περίμενε με ανυπομονησία να δει τον πατέρα του, που του είχε υποσχεθεί  ότι θα ερχόταν για λίγες μέρες την Πρωτοχρονιά. Ήξερε ότι ο πατέρας του δούλευε πολλές ώρες εκεί και ότι οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες.

Καθώς πλησίαζαν οι Άγιες μέρες  , ο φίλος μου είχε ήδη διαλέξει το δώρο του, αυτό που θα  ήθελε  να  του  αγόραζε ο  πατέρας  του,  αν  ερχόταν.

Μια μέρα πριν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ,δυστυχώς άκουσε άσχημα νέα. Μια έκρηξη που έγινε στο συγκεκριμένο ορυχείο που εργαζόταν ο πατέρας του έκλεισε  την είσοδο και έμειναν εγκλωβισμένοι μέσα πολλοί εργάτες .Ήταν άραγε και ο πατέρας του μέσα σε αυτούς ή είχε προλάβει να φύγει; H αγωνία έτρωγε τον φίλο μου και την οικογένεια του. Δεν ξέραμε πώς να μάθουμε νέα του και στο τηλέφωνό δεν απαντούσε. Η επικοινωνία δεν ήταν εφικτή και επικρατούσε σύγχυση. Ο φίλος μου προσευχόταν και ήλπιζε ότι ο πατέρας του ήτανε σώος, ξέχασε τα δώρα, τις γιορτές και όλα τα άλλα. Δεν είχε μυαλό για άλλα πράγματα ,το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ξαναγκαλιάσει τον πατέρα του.

Μετά από λίγες μέρες αγωνίας  και στεναχώριας ο πατέρας του κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί τους και να τους πει ότι ήταν καλά .Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν δύσκολες γι?αυτό και δεν μπορούσε να  τους ενημερώσει για την κατάσταση που βρισκόταν. Ο φίλος μου ανακουφίστηκε με τα νέα και ήταν χαρούμενος που εισακούστηκαν οι προσευχές του. Ο πατέρας του επέστρεφε των Φώτων με αεροπλάνο. Μόλις βρέθηκε με την οικογένεια του, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ο φίλος μου ήτανε  πολύ  ευτυχισμένος, δεν ήθελε τίποτα άλλο στην ζωή του .Παρόλ? αυτά όταν ο πατέρας του έβγαλε ένα κινητό, το  δώρο  του  για  τις  γιορτές, ο φίλος μου πέταξε από την χαρά του. 

Τελικά όλα τα  όνειρα και οι ευχές πραγματοποιούνται όταν έχουμε θέληση και δύναμη.

 

Από τη Βιβή Γαϊτανίδου

“Δ?σκολη ζωή”

Είχαν περάσει ήδη δέκα μέρες από τότε που η οκτάχρονη Αννούλα είχε να φάει, να μιλήσει και να κοιμηθεί. Ο ξαφνικός θάνατος των παππούδων της την είχε αφήσει μόνη σε ένα πλήθος σκέψεων.

Είμαι μόνη πια. Οι γονείς μου δε ξέρω πού βρίσκονται, οι παππούδες μου έλεγαν πως έφυγαν μακριά  για να δουλέψουν και ότι, όταν βγάλουν χρήματα θα γυρίσουν πίσω. Ίσως αυτό πρέπει να κάνω κι εγώ τώρα, να δουλέψω για να ζήσω. Αλλά πώς; Αφού εγώ δεν ξέρω γράμματα πολλά.    

Σκεπτόμενη αυτά η Αννούλα πήρε την απόφαση να βγει στους δρόμους και να ρωτήσει  όλους  τους μεγάλους, αν μπορούν να την πάρουν στη δουλειά τους. Από το επόμενο πρωί η Αννούλα φορώντας το ροζ σκουφάκι της είχε ξεκινήσει ήδη τον δύσκολο αγώνα της. Πέρασαν πολλές μέρες που η οκτάχρονη πηγαινοέρχονταν μάταια στους δρόμους κερδίζοντας μόνο τα απορημένα βλέμματα των υπαλλήλων και κανένα κέρμα από τους περαστικούς. Ξημερώνοντας ακόμη μια μέρα, ξύπνησε η Αννούλα για τον ίδιο σκοπό αλλά η ταλαιπωρία και η πείνα δεν την άφηναν να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Στο μυαλό της ερχόταν πολλές εικόνες ,ευτυχισμένες μέρες που έζησε ,οι παππούδες που την είχαν καλομάθει  με τα υπέροχα γλυκάκια τους ,το Κυριακάτικο κουσκούς μετά την εκκλησία με τις άλλες κυρίες που έπινε καφέ η γιαγιά της.

Αυτό  είναι! Πως δεν το είχα σκεφτεί τόσες  μέρες. Θα πάω στον Παπά Φώτη. Ίσως  αυτός  να μπορεί να με βοηθήσει.

Δεν έχασε χρόνο. Ντύθηκε αμέσως και με δυσκολία ξεκίνησε γεμάτη ελπίδα για την εκκλησία.

Εκεί συνάντησε διάφορες κυρίες που ετοίμαζαν φαγητά. Τις ρώτησε γεμάτη περιέργεια για ποιον τα ετοιμάζουν και εκείνες  της εξήγησαν ότι είναι για τους άστεγους. Χαμογέλασε τότε η μικρή και με ύφος γεμάτο αποφασιστικότητα ζήτησε να μάθει και αυτή να μαγειρεύει, ώστε αυτή να είναι η πρώτη της δουλειά. Η πιο νεαρή κυρία  την ρώτησε:

-Γιατί θέλεις να δουλέψεις από τόσο μικρή; Πού είναι οι γονείς σου;

Αφού η Αννούλα της διηγήθηκε τα γεγονότα, συγκινημένη η κυρία Μαρία της υποσχέθηκε να την πάρει σπίτι της έτσι ώστε να την μάθει να μαγειρεύει, να πλένει, να σκουπίζει και όταν μεγαλώσει να πάει να βρει μία κανονική δουλειά.

Τα χρόνια περνούσαν, η Αννούλα ήταν έφηβη πια μα το μυαλό της ήταν ακόμη κολλημένο στο σπίτι της και στους γονείς της που δεν είχαν επιστρέψει ακόμη. Είχε μάθει πολλά να κάνει και τώρα πια έβρισκε πολλές δουλειές αλλά σε καμία δε μπορούσε να στεριώσει γιατί όλοι την εκμεταλλεύονταν για ελάχιστα χρήματα. Μόνο ο κύριος Παπαδόπουλος, ένας πολύ συμπαθητικός κύριος μεγάλης ηλικίας με λιγοστά μαλλιά και με ένα  πλατύ χαμόγελο, την καλοδέχτηκε στο γραφείο του και της έδωσε μια θέση στην παραγωγή του εργοστασίου του. Τρία χρόνια είχε καθίσει εκεί, δούλευε ακούραστα χωρίς να παραπονιέται με τον καημό της μοναξιάς και των γονιών της κρυμμένο μέσα της.

Ένα βράδυ σχολώντας από την δουλεία της, κάνοντας μια βόλτα στους δρόμους της πόλης, πέρασε  από το σπίτι που τόσο της έλειπε, το σπίτι που μεγάλωσε. Ανοίγοντας την πόρτα της εισόδου είδε ένα φως ερχόμενο από το εσωτερικό του σπιτιού και η καρδιά της πήγε να σπάσει. Άνοιξε δειλά με το κλειδί της μετά από πολύ σκέψη και τι να δει; Δύο μεσήλικες, αγνώστους γι? αυτήν, να πηγαινοέρχονται μέσα στο σπίτι της. Τα βλέμματα όλων πάγωσαν για πολύ ώρα. Κοιτιόνταν αμήχανα χωρίς να βγάζουν μιλιά.

Τέλος η απελπισμένη γυναίκα ξεσπώντας σε κλάματα την πήρε στην αγκαλιά της φωνάζοντας:

-Τελείωσαν όλα κορίτσι μου! Είμαστε εδώ τώρα! Τα καταφέραμε και θα μείνουμε εδώ μαζί σου να σου προσφέρουμε όσα στερήθηκες τόσα χρόνια!

 Διαβάστε τα κείμενα και σε μορφή βιβλίου!

{source}
<div data-configid=”15334001/11328309″ style=”width:525px; height:371px;” class=”issuuembed”></div><script type=”text/javascript” src=”//e.issuu.com/embed.js” async=”true”></script>
{/source}

 

 

                       

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

     

 

     

 

Leave a Comment