Οι μικροί λογοτέχνες

Από τη Λίλια Ιακωβάκη

Κάθε μαθητής μας, όταν παίζει με τις λέξεις, συμπεριφέρεται σαν ποιητής, μεταμορφώνεται σε έναν μικρό λογοτέχνη, καθώς φτιάχνει τον δικό του κόσμο. Μέσα από το παραμύθι, από τις ιστορίες που κατασκευάζει βρίσκει το κάθε παιδί αυτόν το ζωτικό, ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην πραγματικότητα, η οποία τον πιέζει με τα πρέπει και τις υποχρεώσεις της, και τον δικό του κόσμο, τον κόσμο των ψυχικών εξερευνήσεων, με τον οποίο αντέχει, αποδέχεται και μεταπλάθει την εξωτερική πραγματικότητα. Στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας οι μαθητές της Α? Γυμνασίου έγραψαν τις δικές τους ιστορίες, για να εκφράσουν τα άγχη, τους φόβους τους αλλά και τη χαρά, την ανακούφιση, τη δημιουργικότητά τους  απέναντι σε μια ομολογουμένως πιεστική πραγματικότητα. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε εμείς οι μεγάλοι ότι κοινός τους φόβος είναι ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες γονιών και εκπαιδευτικών. Τίποτα δεν είναι αρκετό, όσο κι αν προσπαθούν. Nιώθουν ότι συνέχεια πρέπει να προσπαθούν περισσότερο, για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις της σχολικής πραγματικότητας ,απαξιώνοντας, έτσι, τον δικό τους τρόπο. Από την άλλη, μέσα από τις ιστορίες τους ,επιτέλους, ακούγεται η δικιά τους φωνή και η δικιά τους επιθυμία να ανακαλύψουν «ανοίγματα», χαρά και ζωή σε μια πραγματικότητα ενηλίκων, η οποία τους φαντάζει σκληρή, άκαμπτη και άχαρη. Εμείς, λοιπόν, οι ενήλικες, τα αργοκίνητα όντα, ίσως να κινητοποιηθούμε εάν διαβάσουμε αυτές τις ιστορίες των παιδιών, οι οποίες είναι γεμάτες αγάπη, ανοχή, ζωή και ελπίδα.  

Φαίη Τρυφωνίδου

Το όνειρο

Το πλοίο ξεκίνησε, αν και ο καιρός ήταν πολύ κακός. Από την πρώτη στιγμή άρχισα να φοβάμαι.

Κοιτάω γύρω μου, δεν ξέρω τι με αγχώνει τόσο πολύ. Η βροχή, η φουρτουνιασμένη θάλασσα ή οι κραυγές των υπόλοιπων επιβατών; Νομίζω πως ανακατεύομαι. Λες να είναι πλέον πολύ αργά να τους ζητήσω να κατέβω; Σύννεφα, αστραπές, καταρρακτώδης βροχή πέφτει απ’ τον ουρανό, σαν να τον πληγώσαμε και άρχισε να κλαίει. Παιδιά που φωνάζουν και… εγώ να κοιτάω χωρίς πολλά λόγια τον ουρανό, σκεπτόμενη αν αυτό θα ήταν το τέλος. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή πως θα έτρεχα στην αγκαλιά της μητέρας μου και θα έχωνα  το κεφάλι μου σ’ ένα μαξιλάρι, ώστε να μην ακούω, τους ήχους των Αστραπών. Έχω γίνει μούσκεμα και τα παπούτσια μου έχουν γεμίσει νερά. Το κατάστρωμα έχει πλημμυρίσει.

 Σταματούν οι κραυγές. Επικρατεί ησυχία. Πλέον ακούγεται μόνο ο ήχος της ατελείωτης βροχής που πέφτει με μανία στην αγριεμένη θάλασσα. Η ώρα περνάει γρήγορα. Ακούγονται ψίθυροι, που συνεχώς δυναμώνουν. Γυρνάω το κεφάλι μου, αλλά κανένας τριγύρω. Ξαφνικά εξαφανίζονται όλα. Επικρατεί σκοτάδι. Ακούω φωνές. “Φαίη ξύπνα. Θα αργήσουμε για το σχολείο”. Ανοίγω τα μάτια μου. Ήταν όλα ένα όνειρο.

Πέτρος Μητάφης

ΕΝΑ ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

Υπήρχε ένας χωριάτης, οποίος ήταν πολύ φτωχός. Του άρεσε να αρμέγει ,να φροντίζει τα ζώα και να φροντίζει την οικογένειά του. Το όνομα του ήταν James Carlon

Μια μέρα,όμως, εκεί που άρμεγε, έρχεται στο χωριό ένας τύπος με ένα ακριβό αμάξι ,φορούσε χρυσά γυαλιά και φαινόταν από μακριά ότι αυτός ο άνθρωπος είχε πολλά λεφτά. Επίσης, το αμάξι το οδηγούσε ένας σοφέρ. Ο καημένος ο φτωχός χωριάτης τον βλέπει και πάει σιγά σιγά προς αυτόν. Του λέει:

-Τι θέλεις εδώ πέρα εσύ;

-Εγώ ήρθα εδώ, για να σε κάνω πλούσιο.

-Και, δηλαδή, πώς θα με κάνεις πλούσιο εσύ;

-Άμα έρθεις μαζί μου, θα δεις.

-Μα εγώ έχω οικογένεια ,έχω αγελάδες και πολλά άλλα ζώα.Αυτά τι θα τα κάνω;

-Δεν τα χρειάζεσαι αυτά, άμα έρθεις να δεις πως είναι η πόλη τότε θα με καταλάβεις. Δε θα θες να βλέπεις ούτε με τα κυάλια αυτό το μέρος.

-Άντε καλά.Θα έρθω αλλά ελπίζω αυτά που είπες να είναι αλήθεια.

-Έμπα μέσα στην πόρσε και θα δεις.

Ο χωριάτης αναρωτήθηκε από μέσα του τι είναι αυτό το πόρσε. Πήγε, λοιπόν, στην πόλη με αυτόν τον άγνωστο. Όταν έφτασαν, το πρώτο πράγμα, που του είπε ο πλούσιος, ήταν να κλέψει μια τράπεζα.

Ο James δέχτηκε με δισταγμό. Κατάλαβε ,λοιπόν, ότι για να έχεις χρήματα πρέπει να κλέψεις. Ενώ έκλεβε την τράπεζα, ακούστηκε ο συναγερμός και σε λίγα λεπτά είχε φτάσει η αστυνομία. Τον έπιασαν και τον έβαλαν φυλακή για πέντε χρόνια. Ο πλούσιος τύπος είχε εξαφανιστεί αντί να τον υπερασπιστεί.

Μετά από πέντε χρόνια , ο James βγήκε από τη φυλακή και αποφάσισε να πάει στην οικογένειά του. Όμως, όταν γύρισε στο χωριό, αντίκρισε κάτι που δεν το περίμενε. Είδε όλα τα ζώα του νεκρά και έμαθε οτι η οικογένειά του τον εγκατέλειψε.

Το ηθικό δίδαγμα που μαθαίνουμε από αυτή την ιστορία είναι οτι δεν πρέπει να παρατάμε την οικογένειά μας για κανένα λόγο.

Ευτυχία Μπηλιώνη

ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 Ήταν κάποτε ένα όμορφο και ειρηνικό χωριό. Όμως το έδαφος ήταν διαφορετικό, ο αέρας πιο καθαρός. Οι ντόπιοι κάτοικοι πετούσαν πραγματικά? στα σύννεφα! Παντού, εάν γυρνούσες το κεφάλι σου, θα έβλεπες συννεφολούλουδα, συννεφόδεντρα, συννεφανθρώπους!

Ζω κι εγώ σε αυτό το χωριό. Οι Συννεφάνθρωποι είναι λίγοι εδώ και μου μοιάζουν. Όμως, υπάρχουν και άλλου είδους άνθρωποι, στον πανέμορφο τόπο μας. Υπάρχουν και οι διπρόσωποι, πανούργοι, πάμπλουτοι και πολύ εχθρικοί συγχωριανοί. Ήθελαν πάντα τη γη? εεε το σύννεφο μόνο για τον εαυτό τους και πάντα είχαν και θα έχουν την εξουσία! Αυτοί είναι οι συννεφοφάγοι, υπεύθυνοι για όλα τα κακά σε αυτό το μικρό σύννεφο πάνω από το Βεζούβιο.

Από μικρή ήθελα να κατασκευάσω μια μηχανή και να πάω στον κόσμο κάτω από το σύννεφο. Να δω τι κρύβεται κάτω από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων, πίσω από τα πελώρια χιονισμένα βουνά, κάτω από την επιφάνεια  των κρύων λιμνών. Αλλά αυτό που ήθελα περισσότερο ήταν να δω τι κρύβεται μέσα στο γιγάντιο ηφαίστειο, ακριβώς κάτω από τα πόδια μας! Μάταια όλα αυτά τα όνειρα! Η μαμά μου δεν με άφηνε.

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, όταν πήγα για πρώτη φορά στο καινούριο μου σχολείο. Όλα τα παιδιά με κοιτούσαν περίεργα. Το βλέμμα τους, όταν διασταυρωνόταν με το δικό μου, το ένιωθα ψυχρό. Ένα ρίγος με διαπέρασε! Φαινόντουσαν σαν να με ήξεραν, εγώ όμως δεν τους είχα δει ποτέ. Όλοι είχαν μια χρυσή φλέβα στο μέτωπό τους και περπατούσαν καμαρωτοί στον διάπλατο διάδρομο του σχολείου.    

Βιαζόμουν να πάω στο μάθημα της πληροφορικής. Έτρεχα γρήγορα, κοιτούσα στο πάτωμα τα σκαλοπάτια να μην χάσω κανένα. Δέκα, έντεκα, δώδεκα?  

Ένας θόρυβος ακούστηκε στα αυτιά μου. Μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι, χωρίς να το καταλάβω, είχα κλείσει πάρα πολύ σφιχτά τα μάτια μου. Αρνιόμουν να τα ανοίξω, ώσπου άκουσα μια φωνή να μου λέει «Είσαι καλά; Μα τι βλάκας!» και να με δελεάζει να τα ανοίξω. Τελικά, αντικρίζω ένα ψηλόλιγνο αγόρι να με κοιτά με τα καστανά του μάτια και τα ατίθασα, επίσης, καστανά μαλλιά του να πέφτουν αεράτα στην άκρη του προσώπου του και να μου δίνει το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Επαναλαμβάνει «Είσαι καλά; Συγγνώμη, είμαι πολύ αδέξιος τελικά! Βιαζόμουν να πάω στο μάθημα μουσικής». Εγώ του απαντάω λίγο ζαλισμένη από το χτύπημα «Εγώ πάω? ,μάλλον πήγαινα στη πληροφορική, αλλά, όπου να ?ναι χτυπάει το κουδούνι». «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα αδιάφορη «Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ». «Είμαι ο Άγγελος» μου απαντά «Εσύ;». «Αλεξάνδρα με λένε»?   

Πέρασε πολύς καιρός. Ο Άγγελος και εγώ γίναμε κολλητοί φίλοι. Μαζί συνεχίσαμε σε όλη μας τη ζωή. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Μέχρι που μια μέρα, ένας κακοπροαίρετος συννεφοφάγος, από τους πολλούς, αποφάσισε να μοιράσει ψεύτικα λόγια στον καθένα μας για τον άλλον. Όμως, εμείς είμαστε γαλαζοαίματοι, από τους λίγους αγωνιστές του χωριού. Δεν πιστέψαμε ούτε λέξη από αυτά που μας είπε! Είχε αρχίσει ήδη ο πόλεμος ανάμεσα στους Χρυσούς και τους Γαλαζοαίματους!   

Τα πτώματα των αθώων ανθρώπων ήταν ξαπλωμένα στο έδαφος του πεδίου της μάχης. Όλα ήταν καμμένα συντρίμμια. Κανένας δεν είχε ακόμα νικήσει για την κυριαρχία ολόκληρου του σύννεφου, γιατί αυτός ήταν ο σκοπός του πολέμου.   

Ο ουρανός ήταν μαύρος. Ο Δίας είχε οργιστεί με τους εγωιστές ανθρώπους των σύννεφων και έριχνε αστραπές! Ο στρατός και των δύο ομάδων είχε στοιχηθεί. Όλα ήταν έτοιμα. Ακόμα και το ηφαίστειο! Ο βασιλιάς των Χρυσών δίνει το σύνθημα της έναρξης της μάχης!   

Ο Βεζούβιος εκρήγνυται! Ούτε το ηφαίστειο δεν άντεξε τόσο μίσος που εκτόξευσε λάβα έως το σύννεφό μας!

Τελικά όλα καταστράφηκαν?

Το να πολεμάς για να κυριαρχήσεις  σε κάτι δεν ωφελεί σε τίποτα. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να γίνεις μισητός σε όλους. Το κυριότερο όμως είναι πως η ζωή σου θα τελειώσει?  Καλύτερα να ζεις φιλικά με όλους παρά στα γεράματα να σε φοβούνται όλοι και να έχεις μείνει μόνος.

Θωμάς Χορτιατινός

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας χωρικός πολύ φτωχός σε μια πολιτεία, η οποία είχε βασιλιά έναν πολύ τεμπέλη και εγωιστή βασιλιά. Συνέχεια καθόταν στον θρόνο του και δεν κουνούσε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι.

Μια μέρα τον έβγαλαν βόλτα με την άμαξα. Ξαφνικά, ένας χωρικός μπαίνει μπροστά στην άμαξα με ένα τελάρο με πατάτες. Ο βασιλιάς, μόλις τον είδε, διέταξε να τον πάρουν και να τον πάνε στο παλάτι του. Μόλις ο χωρικός έφτασε στο παλάτι μαζί με τους φρουρούς, μετά από λίγο, έφτασε κι ο βασιλιάς. Διέταξε να κλείσουν τον χωρικό στην φυλακή του παλατιού, μέχρι να γίνει η δίκη για την τιμωρία του. Πέρασαν αρκετοί μήνες που ο χωρικός ήταν στην φυλακή, ώσπου τελικά αποφασίστηκε να γίνει το δικαστήριο έπειτα από πρόωρη συνέλευση. Η δίκη έγινε, ο χωρικός έκανε ότι μπορούσε για να μην τιμωρηθεί, αλλά το κυριότερο ήταν ότι δεν έψαχνε δικαιολογίες αλλά έλεγε την αλήθεια. Ο βασιλιάς ο οποίος ήταν παρευρισκόμενος στο δικαστήριο έβλεπε και άκουγε τον χωρικό που μιλούσε, που παρόλο που ήταν φτωχός, ήξερε πολλά γράμματα. Διέταξε να σταματήσει το δικαστήριο και απελευθέρωσε τον χωρικό. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ηθικό δίδαγμα: Δεν πρέπει να λέμε ψέματα, πρέπει να λέμε μόνο την αλήθεια όσο σκληρή κι αν είναι η τιμωρία.

Νίκος Σιδηρόπουλος

Τα θαυματουργά παιγνίδια

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Έλενα. Παιχνιδιάρα, κοντούλα, με  καστανά, σγουρά μαλλιά. Ζούσε σε ένα σπίτι που το θεωρούσε το παλάτι των παιχνιδιών της. Είχε ένα μπλε μπαούλο ένα ροζ μπαούλο και ένα πορτοκαλί.

Μέσα στο μπλε μπαούλο φύλαγε τα παιχνίδια της νύχτας. Το ροζ μπαούλο έκρυβε κούκλες κουκλοθεάτρου και μαριονέτες. Αλλά στο πορτοκαλί μπαούλο έκρυβε τα πιο σπάνια και αγαπημένα παιχνίδια της. Ρούχα θεάτρου, μάσκες, καπέλα και ψηλά παπούτσια.

Ένα απόγευμα άνοιξε τα μπαούλα και άρχιζε να αυτοσχεδιάζει. Φορούσε καπέλα μάσκες έπαιζε με τις κούκλες της ώσπου…αποκοιμήθηκε και είδε στο όνειρο της ότι ήταν σε μια μεγάλη σκηνή, με πολλά φωτά και έκανε τον Αλρεκίνο. Γέλια και χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, ακουγόταν από το κοινό. Ένοιωθε σαν το Τσάρλιν Τσάπλιν. Μοναδική.

Ξύπνα Ελένη ξύπνα σε πήρε ο ύπνος στο πάτωμα ακούστηκε η φωνή της μαμάς.

Φαίη Τρυφωνίδου
Προδοσία
Αγαπητή Θεοδώρα…
Δε νομίζω να θυμάσαι ποια είμαι, αλλά μπορώ να πω πως δεν το περιμένω κιόλας. Έχει περάσει αρκετός καιρός, χρόνια ολόκληρα. Κάποτε κάναμε πολλή παρέα. Όλα κυλούσαν ομαλά. Το σχολείο για εμάς ήταν ένας χώρος διασκέδασης. Πλέον, δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω… Χωρίς εσένα όλα είναι άτονα. Είμαι σίγουρη πως ακόμη δεν έχεις καταλάβει ποια είμαι. Μαζί βρισκόμασταν συνεχώς. Το αγαπημένο μας σημείο συνάντησης ήταν το πάρκο επάνω στο λόφο. Εκείνο με τις χαλασμένες κούνιες και τα ψηλά δένδρα γύρω γύρω. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί σου άρεσε τόσο πολύ αυτό το μέρος. Έλεγες πως δεν ήθελες να με χάσεις ποτέ… ορκίστηκες πως δε θα με άφηνες μόνη. Δυστυχώς, οι γλυκές αυτές λέξεις δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ψέματα. Αναγκάστηκα να μετακομίσω, μέχρι να βρει ο πατέρας μου μια καλύτερη δουλειά. Μου υποσχέθηκες πως θα βρισκόσουν εκεί για εμένα και πως θα ανυπομονούσες για το γυρισμό μου. Πως θα μετρούσες κάθε μέρα τα δευτερόλεπτα που θα περνούν, επειδή θα σου έλειπα. Πέρασαν ένα, δύο, τρία χρόνια. Επιτέλους επέστρεψα. Με το που έφτασα, έτρεξα να σε βρω. Πήγα στο πάρκο επάνω στο λόφο, έτσι για να σου κάνω έκπληξη. Σε είδα να κάθεσαι μαζί με αλλά δύο κορίτσια. Έτρεξα να σου μιλήσω. Δε γύρισες να με κοιτάξεις. Μετά από λίγο, οι μόνες λέξεις που είπες ήταν πως δεν ήξερες ποια ήμουν και με ρώτησες τι ήθελα. Με κοίταξες και μου ζήτησες να φύγω… Αυτές οι λιγοστές λέξεις, πήραν τη θέση των γλυκών ψεμάτων στην καρδιά μου. Από αγαπημένες φίλες… γίναμε ξένες. Τα δευτερόλεπτα που θα μετρούσες για το γυρισμό μου ήταν μηδέν και…με έχασες. Αν ακόμη αναρωτιέσαι ποια είμαι και τι απέγινα… ρώτα την καρδιά σου… Αυτή θα σου πει.
Με αγάπη, η πληγωμένη φίλη σου.

Δημήτρης  Τσαβλίδης, 

Τους φίλους τους διαλέγουμε γι’ αυτό δεν τους παιδεύουμε…

Οι φίλοι είναι ένα σημαντικό κομμάτι στη ζωή μας. Κανένας μας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς φίλους. Οι φίλοι βρίσκονται πάντα κοντά μας,στα καλά και στα άσχημα. Τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε τους φίλους μας είναι διαφορετικά πιστεύω για τον κάθε άνθρωπο,όμως στην ουσία όλοι ζητάμε το ίδιο. Την ειλικρίνεια,την εμπιστοσύνη,το να έχουμε τα ίδια όνειρα,τους ίδιους στόχους,τα ενδιαφέροντα μας να είναι κοινά. Με τους φίλους μας πρέπει να νιώθουμε καλά, να είμαστε ο εαυτός μας,να μπορούμε να διαφωνούμε,να συγχωρούμε και να συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο. Τα κριτήρια αυτά παραμένουν τα ίδια και τώρα που είμαι 12 χρονών. Πάντα με βάση αυτά επιλέγω τους φίλους μου. Μεγαλώνοντας βέβαια έχω μάθει να αφουγκράζομαι καλύτερα τους ανθρώπους και να είμαι πιο προσεκτικός στις επιλογές μου. Τέλος,για τον αν πιστεύω ότι υπάρχει φιλική σχέση ανάμεσα σε ένα αγόρι και σε ένα κορίτσι θα απαντούσα ναι. Αυτό μπορεί  να συμβεί όταν τα δυο παιδιά μεγαλώνουν από μικρά μαζί και έχουν κοινά πράγματα,όπως σχολείο, εξωσχολικές δραστηριότητες που τους ενώνουν. Τους φίλους τους διαλέγουμε γι’ αυτό δεν τους παιδεύουμε…τα μυστικά μας λέμε…

Leave a Comment