Από το Βασίλη Συρόοπουλο
“Ένα οικονομικό πρόβλημα”
Πολλές φορές αναρωτιέμαι…πως γίνεται να ζούμε στον εικοστό αιώνα και ενώ έχουμε τεράστια ανάπτυξη παγκοσμίως να υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα και σήμερα δεν έχουν σπίτι και πολλές φορές ούτε φαγητό. Είναι αδιανόητο να υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που να πεινάνε, το θεωρώ εξοργιστικό και απάνθρωπο.
Οι άνθρωποι δημιουργήσανε το “χρήμα” για να εκπληρώνουν τις ανταλλακτικές τους ανάγκες και τις υποχρεώσεις τους. Λογικό ήταν αυτό το εγχείρημα κατασκευής χρημάτων καθώς η κοινωνία και η οικονομία εξελισσόταν .Καμιά φορά όμως το χρήμα φέρνει και αντίθετα αποτελέσματα ,όπως μια ζωή χωρίς συμπόνια , αγάπη , φιλία και πάνω απ? όλα ανθρωπιά. Αυτά είναι καθημερινά αποτελέσματα του πολιτισμού μας, και δυστυχώς δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα αυτά εύκολα.
Η λεγόμενη κρίση της χώρας μας τα τελευταία χρόνια έχει γίνει αντιληπτή και στο δικό μας νοικοκυριό, όπως και σε πολλά άλλα φαντάζομαι. Συγκρίνω τα χρόνια από το 2007 έως σήμερα και όσο να ?ναι διακρίνω αρκετές αλλαγές προς το χειρότερο αλλά και άλλες προς το καλύτερο.
Από το 2007 περίπου πήγαινα τα καλοκαίρια διάφορα ταξίδια σε πολυάστερα ξενοδοχεία και χωρίς να έχουμε το νου μας τόσο στα οικονομικά , κάναμε σπατάλες που σήμερα ούτε στο πιο τρελά μας όνειρα. Τότε βέβαια δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα διότι δεν μου το επέτρεπε η ηλικία μου, καθώς ήμουν μόνο 8 ετών και δεν ήταν εύκολο να συγκρατήσω το τι γινότανε γύρω μου. Αυτό που θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά είναι πως τότε το ψυγείο ήταν με μία λέξη ‘γεμάτο’ από παραπανίσια , όπως γλυκά, σοκολάτες , χυμούς, και άλλα διάφορα τέτοια σχετικά. Τώρα ούτε στο super-market καλά – καλά δεν πηγαίνουμε για να μην έχουμε επιπλέον δαπάνες στα είδη επιβαρυμένα οικονομικά της οικίας μας.
Η οικονομική κρίση έπεσε δυστυχώς και στα χριστουγεννιάτικα δώρα , που φέτος δεν ήταν παρά μόνο κάλτσες , παντόφλες και διάφορα άλλα ενδύματα. Αυτά είναι τα άσχημα που έφερε η κρίση στην χώρα μας. Τα καλά είναι πως επιτέλους μάθαμε να ζούμε με τα λίγα και να είμαστε, ας πούμε, ευχαριστημένοι με αυτά που έχουμε. Το ότι δηλαδή μπορούμε να φάμε ένα ζεστό πιάτο φαί κάτι που πολλοί άλλοι άνθρωποι δεν το έχουν.
Όπως και να το κάνεις τώρα ,οικονομία είναι, μία πέφτει , μια ανεβαίνει , ήμασταν λίγο άτυχοι που γεννηθήκαμε στην ύφεση των οικονομικών της χώρας μας , αλλά δε παύει να είμαστε πολύ καλύτερα από άλλες μη αναπτυγμένες χώρες.
Από το Γιώργο Τζανέτο
“Μια οικογένεια μιας φτωχογειτονιάς”
Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη όμως δεν είναι μόνο ο Λευκός Πύργος, η καταπληκτική της παραλία και τα εντυπωσιακά της μαγαζιά. Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο οι ψιλές πολυκατοικίες, που σε όσους δεν έτυχε να ξαναδούν τέτοιες στην Ελλάδα τους φαίνονται για ουρανοξύστες. Θεσσαλονίκη είναι και τα φτωχά μικρά σπίτια που δεν έχουν ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, αφού δεν έχουν χρήματα να το πληρώσουν. Εκείνα τα σπίτια που τις κρύες μέρες του Χειμώνα δεν έχουν θέρμανση και τις ζεστές μέρες του Καλοκαιριού ένα απλό κλιματιστικό για να δροσιστούν. Σπίτια που όταν βρέχει αντί να μπούνε μέσα για να προφυλαχτούν βγαίνουν έξω να προφυλαχτούν κάτω από κανένα υπόστεγο, επειδή η στέγη τους είναι χαλασμένη. Θεσσαλονίκη είναι κάθε της σημείο, κάθε της εκατοστό και ίσως κυρίως Θεσσαλονίκη να είναι περισσότερο οι φτωχογειτονιές της.
Σε μια τέτοια φτωχογειτονιά ζει και η οικογένεια που θα πρωταγωνιστήσει στο παρακάτω διήγημα. Η οικογένεια της κυρίας Νικολέτας που μεγαλώνει μόνη της δύο παιδιά, τον Πάνο και τη Βάσω, αφού ο άντρας της την εγκατέλειψε, επειδή γνώρισε κάποια άλλη, κάποια όπως έλεγε πλούσια, που θα του έδινε την ευτυχία και τη χαρά. Και αυτά δεν είναι λόγια δικά μου, λόγια που τώρα σκέφτηκα και σας τα λέω για να περάσει η ώρα, είναι λόγια που ακούγονται καθημερινά στα κουτσομπολιά, στα παζάρια και στις παρέες.
Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο Πάνος που είναι 14 χρονών με την Βάσω των 8 ακούν καθημερινά στα σχολεία τους μόνο μια λέξη “Άγιος Βασίλης”. Το απόγευμα ο Πάνος παίρνει το θάρρος να ρωτήσει τη μητέρα του ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο άγνωστος Άγιος.
-Ο Άγιος Βασίλης παιδί μου είναι ο Άγιος των παιδιών.
-Και γιατί, μαμά είναι τόσο αγαπητός από τα παιδιά;
-Γιατί κάθε παραμονή Χριστουγέννων μοιράζει στα καλά παιδιά όλου του κόσμου δώρα.
-Θα δώσει και σε μας δώρο, μαμά;
Η μάνα για μια στιγμή τα έχασε, γρήγορα όμως απάντησε.
-Αν ήσασταν καλά παιδιά, ναι θα πάρετε δώρο. Το είπε με μια σιγουριά που και για τη ίδια ήταν κάτι το ανεξήγητο. Πού θα έβρισκε χρήματα για παιχνίδια την στιγμή που δύσκολα έβρισκε το καθημερινό τους φαγητό.
-Γιατί δεν ήμασταν καλά παιδιά;
Από το μάτι της μάνας κύλισε ένα δάκρυ, ήταν και παρά ήταν καλά παιδιά.
-Θα δούμε παιδιά μου, θα δούμε.
Τα δύο της παιδιά την κοίταζαν προσηλωμένα, περίμεναν κάτι να τους πει. Και όντως η μάνα είπε:
-Θα του γράψουμε γράμμα για να μην σας ξεχάσει και λέγοντας αυτά η μάνα σηκώθηκε από την ξύλινη καρέκλα και πλησιάζοντας στο γραφείο πήρε ένα φύλλο χαρτί και ένα στυλό.
-Ευχαριστούμε μαμά, είπε η Βάσω αφήνοντας όμως την πρωτοβουλία του γραψίματος στο μεγάλο της αδερφό. Ο Πάνος πήρε στα χέρια του το χαρτί και το στυλό και άρχισε να γράφει πάνω στο ξύλινο, απλό γραφειάκι.
Αγαπητέ μας, Άγιε Βασίλη
Σου γράφουμε από τη μακρινή Ελλάδα. Στην οικογένεια μας περνάμε μια δύσκολη οικονομική κρίση, αυτό θα φανεί λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι ήμαστε χωρίς πατέρα εδώ και πέντε χρόνια και συντηρούμαστε τρία άτομα με τον μισθό της μητέρας, τον μισθό μιας απλής καθαρίστριας. Έπειτα από τα λεγόμενα μου μπορείτε να καταλάβετε ότι η μόνη μας ελπίδα είστε εσείς. Εμείς πιστεύουμε ότι θα μας βοηθήσετε, όπως και κάθε παιδί της χώρας, ώστε να περάσουμε τις φετινές γιορτές με χαρά και ευτυχία?.
Με αγάπη και σεβασμό, δύο παιδιά
Της οδού Καπετάν Άγρα 7
Ο Πάνος έκλεισε το γράμμα και έστειλε την αδερφή του να ζητήσει από τον κυρ-Γιάννη, τον γείτονα, ένα γραμματόσημο για να το στείλουν στο μακρινό Άγιο?
Τώρα άμα ήταν κάποιος άλλος στη θέση μου θα έλεγε ότι το γράμμα της φτωχής οικογένειας έπεσε κατά λάθος στα γράμματα του κυρίου Παπαδόπουλου, εγώ όμως ξέρω ότι η περιέργεια που χαρακτηρίζει τον φτωχό ταχυδρόμο έσωσε τα παιδιά. Ο κυρ-Μπάμπης, άνθρωπος ευαίσθητος, ευσυγκίνητος αλλά και περίεργος βλέποντας ότι ο παραλήπτης ήταν ο Άγιος Βασίλης, δεν άντεξε και κάθισε κάπου για να διαβάσει το γράμμα.
Ο φτωχός γέρος συγκινήθηκε πολύ από τη δυστυχία των άτυχων παιδιών και αμέσως σκαρφίστηκε ένα απλό, αλλά ίσως και μοναδικό σχέδιο. Ο γνωστός Έλληνας επιχειρηματίας , κύριος Παπαδόπουλος, έπαιρνε καθημερινά γράμματα από τους φίλους που είχε κάνει στα πολλά και μακρινά ταξίδια του, αλλά και από πολλούς πελάτες του. Ο κυρ-Μπάμπης έβαλε ανάμεσα σε αυτά τα γράμματα και το γράμμα του Πάνου. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Ο επιχειρηματίας που ήταν γνωστός για τις πολλές του καλοσύνες, συγκινήθηκε και ετοίμασε μόνος του ένα δέμα αποκλειστικά για την οικογένεια της κυρίας Νικολέτας?
Παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στις οχτώ η ώρα. Κάποια παιδιά λένε ακόμα τα κάλαντα, ο Πάνος όμως με τη Βάσω γύρισαν από νωρίς στο σπίτι περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη, εξάλλου τώρα με την κρίση ο κόσμος δεν δίνει και πολλά. Τη στιγμή λοιπόν που η μάνα έβαζε κα άλλα ξύλα στο τζάκι, χτύπησε δυνατά τρείς φορές η πόρτα. Η μάνα ξαφνιάστηκε, ποιος να ήταν τέτοια ώρα, άνοιξε τη πόρτα με μεγάλη προφύλαξη, ενώ τα παιδιά είχαν σηκωθεί και περίμεναν την είσοδο του <<άγνωστου>> επισκέπτη τους με φόβο μα και ελπίδα.
Είχε περάσει περίπου μία ώρα όταν η μάνα φώναξε τα δύο παιδιά από το δωμάτιο που τα είχε κλείσει για να της μιλήσει ο κύριος Παπαδόπουλος. Όταν βγήκαν το πρώτο θέαμα που αντίκρισαν τους κατέπληξε, είχαν ακούσει για χριστουγεννιάτικο δέντρο, αλλά ποτέ δεν είχαν δει από κοντά, ούτε καν σε ταινίες. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως η αιτία της κατάπληξης, ο χώρος κάτω από το δέντρο ήταν γεμάτος με δώρα, δώρα μεγάλα, μεσαία, μικρά. Δώρα τυλιγμένα με όμορφα περιτυλίγματα. Δώρα τα οποία άφησαν άφωνα τα μικρά φτωχά παιδιά. Μόλις συνήλθαν από το ξάφνιασμα γύρισαν προς τη μεριά της μάνας, μα ο “Άγιος Βασίλης” είχε κιόλας εξαφανιστεί?.
Ο κύριος Παπαδόπουλος είχε υποσχεθεί στην κυρία Νικολέτα ότι θα είναι ο υπεύθυνος της ανατροφής αυτής και των παιδιών, μέχρι να της βρει μια καλύτερη δουλειά για να μπορεί να ταΐζει μόνη της την οικογένεια της. Η κύρια Νικολέτα δεν είχε τίποτα να φοβηθεί πια.
Ο Πάνος και η Βάσω είχαν να διηγηθούν πολλά στους φίλους τους, τους είχε επισκεφτεί ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης, πράγμα που δεν συμβαίνει και σε πολλά παιδιά, κι ας μην φορούσε στολή, όπως τον παρουσιάζουν οι ιστορίες, κι ας μην είχε έλκηθρο, κι ας μην μπήκε από την καμινάδα, εξάλλου ο Άγιος Βασίλης ποτέ δεν μπήκε, ποτέ, πάντα βγαίνει, βγαίνει μέσα από τις καρδιές των συνανθρώπων μας και πάντα φέρνει την ευτυχία και τη χαρά. Και δεν χρειάζεται κάποιος να φοράει στολή για να γίνει Άγιος Βασίλης, έτσι κι αλλιώς εκείνος, για να μην λέμε και παραμύθια ο διαφημιστικός κόκκινος Άγιος δεν είναι αληθινός. Ο καθένας μας μπορεί να γίνει Άγιος Βασίλης κάποιον φτωχών παιδιών, κάποιων παιδιών εκείνων τον φτωχογειτονιών της Θεσσαλονίκης. Ο καθένας μας μπορεί να τους δώσει την χαρά να τους χαρίσει ένα χαμόγελο, ένα χαμόγελο όμως διαφορετικό, ένα χαμόγελο που θα σημαίνει πολλά και θα εκφράζει μια συγκινητική μεγάλη ιστορία?
Leave a Comment
You must be logged in to post a comment.