Με  αφορμή  το  διήγημα  της  Έλλης  Αλεξίου  « Όμως ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν» , δόθηκε  η  εργασία  να  δημιουργήσουν  οι  μαθητές  του  Β4  και  Β5  που  αισθανόταν  ικανοί  να  το  κάνουν ,  δικό  τους  κείμενο  ή  εικαστική  αποτύπωση  στιγμών  του  κειμένου  με  ανάλογο  θέμα  ή  να  δώσουν  τη  δική  τους  εκδοχή  για  το  τέλος  του  διηγήματος  της  Αλεξίου. 
Αρβανίτης  Γιάννης, φιλόλογος
Από την Ειρήνη Χρηστίδου το κείμενο
Από τη Ρουμπίνα Πέλστερ το εικαστικό στιγμιότυπο
“Η διασκευή μιας ιστορίας”

 

Ήταν πρωί , δεν είχε βγει ακόμα ο ήλιος . Η μητέρα του Πέτρου και της Αγγελικής είχε ξυπνήσει από ώρα . Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και χάζευε τα άλλα σπίτια . Κάποια δεν είχαν ξεστολιστεί ακόμα , κάποια άλλα ? συμπεριλαμβανομένου και το δικού της- δεν είχαν στολιστεί καθόλου στις γιορτές .Όλα τα σπίτια , στολισμένα-αστόλιστα, έκρυβαν μια μελαγχολία , ένα κενό . Έπαψε να τα κοιτάει για λίγο . Γύρισε το βλέμμα της στην αυλή του .Ήταν το κομμάτι του σπιτιού που αγαπούσε πιο πολύ . Την φρόντιζε , την πονούσε . Κάποια από τα λουλούδια της είχαν μαραθεί από το κρύο . Κάποια άλλα ήταν πιο δυνατά , άντεχαν το κρύο , την βροχή , τον αέρα . Αυτά τα λουλούδια τα αγαπούσε ιδιαίτερα . Ένιωθε ότι την καταλάβαιναν . Το βλέμμα της στράφηκε στην εξώπορτα . Αυτό το μέρος του σπιτιού , της ξερίζωνε την καρδιά . Κάθε φορά που την κοιτούσε το κενό που ένιωθε γινόταν όλο και μεγαλύτερο , μέχρι που στο τέλος δεν ένιωθε τίποτα πια . Θυμόταν εκείνο το πρωινό , εκείνο το καταραμένο πρωινό που ένα κομμάτι της καρδιάς της χάθηκε . Ξαφνικά μερικά βήματα διέκοψαν τις σκέψεις της. Ήταν ο Πέτρος . Μόλις την  είδε έτρεξε στην αγκαλιά της κλαίγοντας ??

-Τι συμβαίνει Πέτρο μου ;

-Είδα τον μπαμπά ?

Η μητέρα πήρε μια βαθιά ανάσα ..

?ήταν αυτός είμαι σίγουρος!!! Με πήρε αγκαλιά και μου ορκίστηκε πως θα γυρίσει , μετά χάθηκε σαν σύννεφο στον ουρανό.

-Ένα όνειρο ήταν μόνο ψυχή μου .

-Όχι , όχι δεν ήταν όνειρο !! Δεν μπορεί να ήταν όνειρο !! δεν πρέπει να ήταν  όνειρο !!

Η μητέρα του χάρισε μια ζεστή αγκαλιά .

-Όλα θα πάνε καλά , ηρέμησε , του ψιθύρισε  .

Ο Πέτρος σκούπισε τα δάκρυά του και χωρίς να το καταλάβει αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του . Εκείνη προσέχοντας να μην τον ξυπνήσει , τον έβαλε πάλι στο κρεβάτι του , του άγγιξε απαλά τα μαλλιά του και βγήκε σιγά-σιγά από το δωμάτιο ?.

Μεσημέριασε . Ενώ όλα τα παιδιά γυρνούσαν από το σχολείο , ο Πέτρος και η Αγγελική μετά από πολύ περπάτημα στην οδό Αιόλου άρχισαν να παίρνουν κι αυτοί τον δρόμο για το σπίτι . Τα δύο αδέρφια ήταν σιωπηλά . Κάποια στιγμή η Αγγελική σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό σαν να ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής από αυτό που περνούσε, σαν να ήταν ο μόνος λόγος να ελπίζει . Όμως μάλλον κι αυτός την είχε εγκαταλείψει . Ήταν γκρίζος . Μερικά μαύρα σύννεφα μπερδεύονταν σε αυτό το μουντό χρώμα προσθέτοντας μια αίσθηση μοναξιάς ?

-Θα βρέξει .. Είπε ο Πέτρος

Η Αγγελική έπαψε να κοιτάει τον ουρανό . Τα μάτια της στράφηκαν στον μικρό αδερφό της .

-Τότε καλύτερα να βιαστούμε . Είπε

Ο Πέτρος χωρίς να της απαντήσει επιτάχυνε το βήμα του . Την προσοχή του τράβηξε ο σιδηρόδρομος  στη  βιτρίνα  ενός  μαγαζιού. Ήταν τόσο σκοτεινός και μόνος . Ο Πέτρος σταμάτησε μπροστά από την βιτρίνα . Τον κοίταζε κάθε φορά  που περνούσε από εκεί . Παλιά χαιρόταν που τον έβλεπε , ήταν η μόνη του ελπίδα . Τώρα ήταν άλλο ένα κενό . Δεν ήθελε να τον βλέπει , θύμωνε . Θύμωνε με τον εαυτό του , ήθελε να κλάψει . Όμως δεν μπορούσε . Δεν του είχαν μείνει άλλα δάκρυα . Δεν τον κοίταζε πια . Η Αγγελική τον έπιασε από το χέρι και συνέχισαν τον δρόμο για το σπίτι .

Είχε υπέροχα μάτια  η  Αγγελική , ένα  αθώο πρόσωπο και δυναμικό χαρακτήρα . Όσο ο Πέτρος την κοίταζε καλύτερα καταλάβαινε ότι είχε αλλάξει . Τα γαλάζια μάτια της δεν έλαμπαν πια . Το γλυκό της χαμόγελο έδινε μια αίσθηση αμφιβολίας  , άρνησης . Παλιά υποστήριζε την γνώμη της μέχρι τέλους , πίστευε στον εαυτό της , είχε εμπιστοσύνη στο αύριο . Τώρα πια το μόνο που θύμιζε τον χαρακτήρα της ήταν η προθυμία της να βοηθάει τους  άλλους. Εκείνη την στιγμή μπήκε από την πόρτα της κουζίνας η μητέρα ?.

-Που είναι η Αγγελική;

-Έξω , ποτίζει τα λουλούδια σου.

-Της έχω πει να μην τα ποτίζει ,αν δεν της το ζητήσω

-Ήθελε μόνο να σε βοηθήσει ? Τα είδε τα καημένα απότιστα ? να μην τα φροντίσει;

-Εντάξει , εντάξει πες της να κάνει γρήγορα δεν θέλω να την  πιάσει η βροχή .

Στην μητέρα δεν άρεσε να ποτίζει κανένας  άλλος τα λουλούδια εκτός από αυτήν . Της άρεζε να τους μιλάει καθώς τα φρόντιζε . Τα αγαπούσε. Ο Πέτρος άνοιξε την εξώπορτα . Η βροχή είχε ήδη αρχίσει ?. Τα μαύρα μαλλιά της Αγγελικής έγιναν ακόμα πιο σκούρα από την βροχή . Άφησε κάτω το ποτιστήρι . Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό . Ήταν λες και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να εκφράσει το παράπονο της . Χαμήλωσε το κεφάλι της . Δεν μπορούσε να την βλέπει έτσι ?

-Αγγελική έλα μέσα θα αρρωστήσεις !!

Γύρισε το βλέμμα της στον μικρό αδερφό της . Χωρίς να πει λέξη , πήρε το ποτιστήρι στο χέρι και με αργό βήμα έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού.

-Φέρε μου μια πετσέτα σε παρακαλώ!

Ο Πέτρος έτρεξε στην κουζίνα και πήρε την πρώτη πετσέτα που είδε μπροστά του . Στο μεταξύ η Αγγελική σκούπισε τις λάσπες από τα παπούτσια της για να μην λερώσει το σπίτι .

-Ορίστε , της είπε

Εκείνη άρχισε να σκουπίζει βιαστικά τα μουσκεμένα μαλλιά της .

-Ευχαριστώ. Του είπε

Ο Πέτρος την κοίταζε . Ήταν σοβαρή ,ασυνήθιστα  σοβαρή. Πήγε αργά στο δωμάτιό της για να αλλάξει τα μουσκεμένα ρούχα της . Ο Πέτρος κοίταξε την μητέρα του . Ήταν σιωπηλή . Αφοσιωμένη στο μαγείρεμα . Ο Πέτρος ήταν σίγουρος ότι η μητέρα του πρόσεξε την παρουσία της Αγγελικής . Απλά δεν αντέδρασε . Όχι όπως παλιά ! Τότε ο Πέτρος κατάλαβε ότι όλα όσα ήξερε είχαν αλλάξει . Δεν μίλησε . Τι άλλο θα μπορούσε να πει ;

Μετά από μια βδομάδα ο Πέτρος και η Αγγελική περπατούσαν στην οδό Αιόλου ?όπως πάντα- Είχε ωραίο καιρό . Ο ουρανός ήταν γαλανός , καθαρός . Η Αγγελική για πρώτη φορά  μετά από πολύ καιρό ήταν χαμογελαστή . Ο Πέτρος όμως δεν γελούσε . Απλά περπατούσε αργά κοιτάζοντας κάτω .

-Τι έχεις εσύ ;

-Τίποτα

-Πώς τίποτα ? δεν μιλάς .. Δεν γελάς

-Ο Πέτρος δεν μίλησε . Σταμάτησε μπροστά από μια βιτρίνα . Όχι οποιαδήποτε   βιτρίνα . Την βιτρίνα του σιδηρόδρομου . Γύρισε το βλέμμα του και τον κοίταξε . Μια φωνή του κίνησε το ενδιαφέρον ..

– Εφημερίδες, εφημερίδες..!!

Ένα παλικάρι με ευχάριστη όψη και όμορφο χαμόγελο πλησίασε τον Πέτρο και την Αγγελική τρέχοντας ?

-Εφημερίδες εφημερίδες !! Πάρτε και εσείς παιδιά ?

Και έφυγε τρέχοντας συνεχίζοντας να τις μοιράζει στον κόσμο. Η Αγγελική  χωρίς να χάσει χρόνο άνοιξε την εφημερίδα και την πήγε στα πολιτικά . Με μεγάλα γράμματα στο πάνω μέρος της σελίδας έγραφε ότι “Το καθεστώς ανατράπηκε “. Διάβασε και τις λεπτομέρειες “Το κίνημα που έκανε ο λαός πέτυχε και έτσι η κυβέρνηση ανατράπηκε . Επιτέλους η Δημοκρατία είναι το νέο μας πολίτευμα ” . Μόλις το διάβασε γέλασε δυνατά ! έπιασε τον Πέτρο από το χέρι και άρχισε να τρέχει !!

-Αγγελική!! Τι έπαθες ;

-Θα δεις !! Μην μιλάς !! Απλά τρέξε !!

-Γιατί;

-Τρέξε!!

Μετά από λίγο έφτασαν στο σπίτι . Η αυλή του σπιτιού φαινόταν αλλιώτικη στην Αγγελική . Όλα της φαίνονταν αλλιώτικα , πιο χαρούμενα ! Πιο αισιόδοξα ! Χτύπησε την πόρτα .

-Μπορείς να μου πεις τώρα τι τρέχει ;;

-Σσσσσσσς!!

-Αγγελική !!!

– Θα σου πω !! Περίμενε !!!

Την πόρτα άνοιξε ένας άνδρας . Ψηλός , αξύριστος , λίγο απεριποίητος . Όμως είχε ένα υπέροχο γέλιο ! Μόλις τον είδε η Αγγελική  ήξερε ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να γεμίσει το κενό της , να αλλάξει την ζωή της . Έτρεξε στην αγκαλιά του . Έκλαιγε , γελούσε . Ένιωθε πολλά συναισθήματα μαζί . Δεν την ένοιαζε . Ο Πέτρος δεν είπε κουβέντα . Έτρεξε και τον αγκάλιασε . Εκείνη την στιγμή μπήκε στην αυλή η μητέρα . Κρατούσε μια γυάλινη κανάτα που την είχε γεμίσει με νερό από το λάστιχο της αυλής . Μόλις τους είδε γούρλωσε τα μάτια της και της έπεσε η κανάτα από τα χέρια σπάζοντας σε χίλια κομμάτια . Ακούγοντας τον θόρυβο γύρισαν και την κοίταξαν . Ο πατέρας σηκώθηκε όρθιος σαν να περίμενε μια αγκαλιά . Η μητέρα έτρεξε, τον αγκάλιασε . Η οικογένεια αυτή επιτέλους ενώθηκε .Η χαρά, που είχε χαθεί για πολύ καιρό ξαναγύρισε  και οι λύπες ξεχάστηκαν για πάντα. Ο Πέτρος τότε θυμήθηκε τον σιδηρόδρομο . Όμως είχε καταλάβει πλέον ότι κανένας σιδηρόδρομος δεν αξίζει τόσο όσο η αγάπη της οικογένειας του . Ακόμα όμως και σήμερα ,όταν θα περάσει από την βιτρίνα θα του ρίξει μια κλεφτή ματιά, γιατί είναι το παιχνίδι που του άλλαξε την ζωή .    

 

Από την Φρόσω Σμέη μια άλλη εκδοχή για το τέλος του διηγήματος
Από το Δημήτρη Παλαϊδη το εικαστικό στιγμιότυπο
“Ο Αη Βασίλης δεν ήρθε φέτος”

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια οικογένεια σε ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας, της οποίας η οικονομική κατάσταση δεν ήταν πολύ καλή. Οι δυο γονείς ήταν άνεργοι και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Τα δυο παιδιά τους, ο Νίκος και η Μαρία, όπως κάθε χρόνο, ανυπομονούσαν για τα Χριστούγεννα και φυσικά πίστευαν ότι θα ερχόταν ο Άη Βασίλης και το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα έβρισκαν τα δώρα τους κάτω από το δέντρο. Η αγαπημένη τους στιγμή του χρόνου! Πρώτα στόλιζαν το μικρό δεντράκι τους με τα λίγα φτωχικά στολίδια κι έπειτα έγραφαν το γράμμα στον Άη Βασίλη. Φέτος όμως; Τα παιδιά μπορούν να δεχθούν ότι ο Άη Βασίλης πρόκειται να μην έρθει;

Τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν και λένε στους γονείς τους: “Αφού δεν μπορείτε να πάρετε εσείς τα δώρα, θα τα ζητήσουμε από τον Άη Βασίλη, ο οποίος δεν λέει όχι στα καλά παιδιά! Κι εμείς ήμασταν καλά παιδιά όλο το χρόνο!”. Οι γονείς τους ένιωσαν θλίψη. Η μητέρα τους δάκρυσε κι σκέφτηκε μήπως ήταν η ώρα να τους πει την αλήθεια. Όμως δεν της το επέτρεπε η συνείδηση της. Πως θα χαλούσε τη διάθεση και την πραγματική μαγεία των Χριστουγέννων για τα παιδιά;

Εκείνη τη στιγμή ο μπαμπάς πήρε τα δύο αδερφάκια αγκαλιά και τους είπε μια ιστορία για να πει με κάποιον τρόπο ότι ο Άη Βασίλης δεν θα έρθει:

-Σε μια χώρα, Νίκο και Μαρία, έγινε ένας πόλεμος και πολλοί άνθρωποι έφυγαν από τα σπίτια τους. Τα παιδάκια εκείνα δεν έχουν τίποτα τώρα. Αυτά έχουν μεγαλύτερη ανάγκη . Γι? αυτό και φέτος ο Άη Βασίλης δεν θα έρθει σ? εμάς. Θα πάει σ? εκείνα τα παιδάκια για να τα βοηθήσει και να τα κάνει λίγο χαρούμενα.

Και τα παιδιά? Όχι! Δεν έκλαψαν, ούτε παραπονέθηκαν. Ίσα – ίσα που συμφώνησαν και είπαν:

-Ναι μπαμπά, έχεις δίκιο. Ας πάει σ? εκείνα τα παιδάκια που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Ο Άη Βασίλης λοιπόν δεν ήρθε φέτος. Οι οικογένειες πέρασαν τα Χριστούγεννα λιτά, χωρίς πολλά δώρα. Δεν πειράζει όμως γιατί τα δώρα δεν είναι το παν. Αυτό που μετράει τα Χριστούγεννα είναι να είσαι με τα πρόσωπα που αγαπάς και σ? αγαπάνε.   

 

Από την Αναστασία το κείμενο
Από την Εαυγγελία Χαλκιά το εικαστικό στιγμιότυπο
“Ο καθένας μπορεί να κάνει την αλλαγή”

«Συμπόνια για τον διπλανό μου, ελπίδα για το μέλλον και σεβασμός προς όλους» , απάντησε η εντεκάχρονη Μαρία όταν τη ρώτησαν οι γονείς της τι θέλει για τα Χριστούγεννα.

Οι ίδιοι ξέσπασαν σε γέλια αναγνωρίζοντας την αθωότητά της. Προσβεβλημένη άρχισε να κλαίει και βγήκε γρήγορα στον κήπο. Μια φιγούρα στο απέναντι πεζοδρόμιο τράβηξε την προσοχή της. Χωρίς φόβο τον πλησίασε . Ένας παχουλός άνδρας με άσπρη γενειάδα, τυλιγμένος σε κόκκινα κουρέλια πήρε τη θέση της φιγούρας . Ήταν φτωχός και ταλαιπωρημένος από τη ζωή. Η Μαρία έπιασε το χέρι του και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί που πήρε από το βραδινό τραπέζι σε περίπτωση που πεινάσει αργότερα. Ο γεράκος της χαμογέλασε και της έδωσε ένα ξύλινο σκαλιστό κουτί. Εκείνη του ανταπόδωσε το χαμόγελο και έτρεξε προς το σπίτι της, γιατί ήδη είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες βροχής.

Άνοιξε την πόρτα και πέταξε το παλτό της. Κοίταξε με βλέμμα βλοσυρό τους γονείς της , που απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα δεν κατάλαβαν την απουσία της και έτρεξε στο δωμάτιο της.

Έβγαλε το κουτί από την τσέπη της , πήρε μια βαθιά ανάσα και το άνοιξε. Με μεγάλη έκπληξη είδε μέσα στο κουτί ένα κομμάτι σπασμένου καθρέπτη. Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε μέσα στο κομμάτι γυαλί. Ένα χιονισμένο τοπίο γεμάτο χαρούμενους ανθρώπους κι ένας καταγάλανος ουρανός γέμιζαν την εικόνα. Γύρισε το βλέμμα της στο παράθυρο, μα τη θέση του είχε πάρει ο γκρίζος ουρανός, τα γκρίζα σπίτια και οι μίζεροι άνθρωποι. Μα πού πήγε το χιόνι ; Πού πήγαν τα χαμόγελα που είχαν ζωγραφιστεί στα πρόσωπα των γειτόνων της ;

Κατέβηκε γρήγορα κάτω και πήγε στο σαλόνι , όπου οι γονείς της ήταν καθισμένοι γύρω από το τραπέζι με μια στοίβα λογαριασμούς .Χωρίς να χάσει καιρό έκατσε κι αυτή σε μία καρέκλα και άρχισε να τους λέει γι αυτόν τον παχουλό κύριο στην άκρη του πεζοδρομίου και για τον καθρέπτη που της έδωσε. Χωρίς να της δώσουν σημασία , συνέχισαν να κάνουν υπολογισμούς και να την αγνοούν.

Γύρισε πίσω στο δωμάτιο της και ξανακοίταξε το κομμάτι γυαλί που κρατούσε στα χέρια της, μόνο που τώρα δίπλα της καθόντουσαν οι γονείς της κι όλοι συζητούσαν κι έπαιζαν μαζί. Τότε κατάλαβε ότι ο καθρέπτης έδειχνε τον κόσμο που θα ήθελε να ζει ο καθένας. Χαρούμενη έκλεισε αμέσως τα μάτια γιατί ήθελε να κοιμηθεί μ? αυτήν την εικόνα της ενωμένης οικογένειας .

Κάθε άλλος στη θέση της θα επέλεγε τον κόσμο του καθρέπτη, αλλά η Μαρία δεν ήθελε να κρυφτεί από την πραγματικότητα , την φτώχεια και την εξαθλίωση που βίωνε ο κόσμος στον οποίο ζούσε. Δεν φοβήθηκε , δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια της και ν? αφήσει τους άπορους γείτονες της αβοήθητους.

Έτσι πήρε μια μεγάλη απόφαση. Να κάνει τον κόσμο της ίδιο μ? αυτόν του καθρέπτη. Ήξερε πως θα ήταν δύσκολο, αλλά από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισε να κάνει τα πρώτα μικρά, αλλά σημαντικά βήματα γι αυτήν την αλλαγή.

Το πρωί ξύπνησε γεμάτη καλή διάθεση. Κατέβηκε στην κουζίνα , όπου οι γονείς της έπιναν τον πρωινό τους καφέ και τους είπε «καλημέρα». Τα πρόσωπα τους έλαμψαν κι ένα χαμόγελο τους γέμισε χαρά. Πρώτη φορά τους είδε τόσο ευτυχισμένους. Κατάλαβε πως αν μια «καλημέρα» έκανε δυο ανθρώπους ευτυχισμένους θα μπορούσε να κάνει όλη την πόλη κι έφυγε γρήγορα για το σχολείο.

Ήξερε πως δεν μπορούσε να λύσει τα προβλήματα των μεγάλων , ήταν απλώς ένα εντεκάχρονο κορίτσι. Αλλά ήξερε πως μπορούσε να κάνει καλύτερες τις συνθήκες διαβίωσης για πολλούς και να αλλάξει τον χαρακτήρα και την διάθεση τους. Συνειδητοποίησε πως αυτό που χρειάζεται ο κόσμος για να γίνει πιο φωτεινός ήταν τα χαμόγελα των ανθρώπων κι αυτό θα γινόταν με μια «καλημέρα».

Αφαιρέθηκε όμως από όλες τις σκέψεις της κι έπεσε πάνω σε έναν κύριο με μαύρο κουστούμι. Τον κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε ότι ήταν πολύ , πολύ θυμωμένος. Πριν προλάβει να πει ο ίδιος οτιδήποτε άκουσε από τα χείλη του κοριτσιού μια λέξη που είχε πολύ καιρό να ακούσει  «καλημέρα». Της χαμογέλασε και πήρε ο καθένας το δρόμο του.

Η Μαρία συνέχισε να μοιράζει «καλημέρες» για πολύ καιρό κι όσο μεγάλωνε δεν αρκέστηκε σ? αυτό μόνο. Βοήθησε σε συσσίτια και σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς . Έγινε το πρότυπο της αλληλεγγύης, ενώ ενέπνεε τους ανθρώπους να έχουν πίστη , γιατί υπάρχει ελπίδα για το μέλλον.

Κάποια Παραμονή των Χριστουγέννων γύρισε αργά στο σπίτι της.  Έπεσε κατευθείαν για ύπνο όμως, όταν ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, κάτι σκληρό την ενόχλησε. Σήκωσε το μαξιλάρι και είδε το κομμάτι καθρέπτη από το οποίο ξεκίνησαν όλα, κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τους ανθρώπους χαρούμενους κι εκείνον τον γεράκο που της έδωσε τον καθρέπτη να τη χαιρετάει. Μετά κοίταξε τον καθρέπτη και προς μεγάλη της έκπληξη δεν υπήρχε καμία διαφορά.

Τελικά τα κατάφερε , κατάφερε να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα, βοήθησε τόσους ανθρώπους κα χάρισε χαμόγελα σ? άλλους τόσους. Πρέπει να την παίρνουμε ως παράδειγμα γιατί αν και κανένας δεν πίστευε σ΄ αυτήν αυτή είχε ελπίδα για το μέλλον και βοήθησε να γίνει καλύτερο.

Μέσα από αυτήν την ιστορία καταλάβαμε πως η φτώχεια και η εξαθλίωση που βιώνει όλος ο κόσμος έχει μεγάλες επιπτώσεις και στην ψυχολογία μικρών και μεγάλων. Αν και παιδιά μπορούμε και εμείς να βοηθήσουμε για έναν πιο φωτεινό  κόσμο χαρίζοντας χαμόγελα , λέγοντας απλώς μια «καλημέρα»

 

 

Leave a Comment